Συνέντευξη στην ελληνική ιστοσελίδα Contra έδωσε ο Μιχάλης Κωνσταντίνου. Ο πρώην επιθετικός της ΟΜΟΝΟΙΑΣ μιλάει για την παρουσία του στα ελληνικά γήπεδα και τις επιλογές που είχε κάνει τότε. Διαβάστε πιο κάτω ολόκληρη τη συνέντευξη του Μιχαλάκη:
Μιχάλη, τι είχε και τι θα έχει για σένα η ζωή στο ποδόσφαιρο από τη στιγμή που σταμάτησες την καριέρα σου;
Τους πρώτους έξι μήνες έχει σίγουρα ξεκούραση. Από εκεί και πέρα θέλω να ασχοληθώ με το ποδόσφαιρο, είναι αυτό που αγαπάω και αυτό που ξέρω πραγματικά να κάνω. Σίγουρα ανέκαθεν δεν ήθελα να γίνω προπονητής και μπορώ να σου πω ότι ακόμα δεν το θέλω. Δεν ξέρω τι θα γίνει τα επόμενα χρόνια, προς το παρόν δεν έχω κανένα προπονητικό δίπλωμα. Είναι πιθανό όμως να ξεκινήσω τώρα.
Δεν θα δούμε δηλαδή τον κόουτς Κωνσταντίνου;
Δεν το ξέρουμε αυτό. Παλιά το απέκλεια 1000%, εξακολουθώ να μην το θέλω πολύ αλλά στο ποδόσφαιρο ποτέ δεν ξέρεις πως μπορούν να έρθουν τα πράγματα. Οταν το απέκλεια βέβαια κατηγορηματικά, ήμουν πολύ πιο μικρός και όταν παίζεις σκέφτεσαι διαφορετικά. Δεν είναι ότι δεν μου αρέσει η πίεση και οι ευθύνες, το αντίθετο, αλλά κάτι άλλο δεν μου αρέσει σε όλο αυτό. Θα ήθελα να είμαι κοντά στην ομάδα από διαφορετικό πόστο. Θα δούμε πάντως.
Γιατί αρχίζεις τη νέα σταδιοδρομία σου από την Εθνική ομάδα;
Γιατί υπηρετώ την Εθνική από τα 14 χρόνια μου. Την αγαπάω την Εθνική ομάδα της Κύπρου και πιστεύω ότι όλοι οι Κύπριοι πρέπει να την αγαπήσουν. Γίνεται τώρα μία νέα αρχή και νιώθω έτοιμος να προσφέρω πολλά. Εχω, βέβαια, πολλά ακόμη να μάθω αλλά θέλω να κερδίσω εμπειρίες από ένα πόστο τελείως διαφορετικό από αυτό του ποδοσφαιριστή.
Μπορεί να σε δούμε σε κάποιον άλλο ρόλο και στο ελληνικό ποδόσφαιρο;
Δεν το γνωρίζω αυτό. Στην Ελλάδα πέρασα τη μισή επαγγελματική καριέρα μου, η γυναίκα μου είναι Ελληνίδα, τα παιδιά μου Ελληνόπουλα. Ερχομαι συχνά, είναι οι φίλοι μου και η οικογένειά μου στην Ελλάδα. Ποτέ δεν ξέρεις πως μπορεί να έρθουν τα πράγματα. Η δουλειά στο ποδόσφαιρο μπορεί να σε πάει παντού.
Ο πατέρας σου ήταν ο πρώτος διεθνής από το Παραλίμνι, εσύ ο πρώτος σκόρερ της Εθνικής, τα παιδιά σου θα ήθελες να ακολουθήσουν την ίδια ρότα;
Θα ήθελαν και οι δυο γιοι μου να παίξουν ποδόσφαιρο αλλά ξέρω ότι υπάρχουν δυσκολίες για να ακολουθήσεις αυτό το δρόμο. Θέλω πάντως να είναι κοντά στον αθλητισμό και οι δύο για πολλούς και διάφορους λόγους. Και οι δύο παίζουν μπάλα αλλά πίεση δεν τους βάζω. Μου αρέσει που τους αρέσει το ποδόσφαιρο. Αν το θέλουν και το αγαπούν πολύ, γιατί όχι.
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι στην Ελλάδα καλύτερα από οπουδήποτε πέρασες στον Ηρακλή και στη Θεσσαλονίκη. Ισχύει αυτό;
Ο Ηρακλής ήταν η πρώτη μου ομάδα στην Ελλάδα, ήμουν 19 χρονών όταν έφτασα στη Θεσσαλονίκη. Πέρασα πολύ καλά στην ομάδα, με βοήθησε ο Ηρακλής, με ωρίμασε πολύ ως ποδοσφαιριστή και ως άνθρωπο. Πιστεύω ότι και εγώ τον βοήθησα. Σ’ όλους τους συλλόγους που έπαιξα είχα καλές στιγμές, απλώς οι στόχοι του Ηρακλή ήταν διαφορετικοί από αυτούς του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού. Το κλίμα ήταν πολύ καλό και με δέχθηκαν με έναν πολύ ωραίο τρόπο. Κρατώ ακόμη φίλους όπως και από όλες τις ομάδες που αγωνίστηκα.
Υπάρχει η αίσθηση ότι στην καριέρα σου δεν έφτασες εκεί που θα μπορούσες να φτάσεις. Συμφωνείς;
Πιστεύω ότι αδίκησα πάρα πολύ τον εαυτό μου. Μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα κάποια λάθη που έκανα. Οταν είσαι πιο μικρός, ψάχνεις συνεχώς για δικαιολογίες, πάντα σου φταίνε οι άλλοι. Σε πιο μεγάλη ηλικία τα βλέπεις διαφορετικά τα πράγματα. Στο ποδόσφαιρο αν θέλεις να βρεις δικαιολογίες, βρίσκεις εκατομμύρια και φθηνές μάλιστα. Εγώ αδίκησα περισσότερο τον εαυτό μου, δεν με αδίκησαν οι άλλοι.
Τώρα που γυρίζεις το χρόνο πίσω τι δεν θα ξαναέκανες; Μήπως ένιωσες ότι τα παρατάς;
Ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι τα παρατάω. Αν ένιωθα έτσι,θα είχα σταματήσει από τα 22. Το καλό με μένα είναι ότι πάντα έβρισκα τη δύναμη να ξεπερνώ τις δύσκολες στιγμές. Υπήρχαν σεζόν που δεν ήμουν σε καλή κατάσταση και έψαχνα δικαιολογίες. Ισως χρειαζόταν περισσότερη δουλειά και περισσότερη υπομονή. Οι ποδοσφαιριστές, όπως σου είπα, αναζητούν προφάσεις. Στον προπονητή, στο κλίμα κτλ. Στο τέλος της ημέρας πάντως ακόμα και τον προπονητή που δεν σε εμπιστεύεται, μπορείς να τον πείσεις αν προσπαθήσεις πολύ. Κανείς δεν χάνεται.
Μιλώντας για προπονητές με τον Γιάννη Κυράρτα είχες μία ιδιαίτερη σχέση που ξέφυγε από το ποδοσφαιρικό πλαίσιο. Παντρεύτηκες την κόρη του. Τι ήταν για σένα αυτός ο άνθρωπος;
Ο Γιάννης Κυράστας σημαίνει πολλά πράγματα για μένα κυρίως εκτός ποδοσφαίρου, είναι μεγάλο κομμάτι της ζωής μου. Συνεργαστήκαμε μαζί στον Ηρακλή και στον Παναθηναϊκό, με συμβούλευε συνεχώς. Στενοχωριέμαι ακόμα που έχει φύγει. Δεν έχασα μόνο τον ποδοσφαιρικό μου πατέρα, έχασα έναν πραγματικό πατέρα και τα παιδιά μου τον παππού τους. Θα μπορούσαμε να κάνουμε πολλά ακόμη πράγματα μαζί, εκτός γηπέδου. Εκτός από το ότι με βοήθησε πάρα πολύ, εκτός από το ότι με γούσταρε ποδοσφαιρικά πολύ, με έβαλε και σε τάξη. Ξέρεις, όταν ήμουν 20 χρονών στον Ηρακλή, είχα λίγο την…τρελίτσα μου (σσ γελάει). Ο Γιάννης με προσγείωνε και μου επέβαλλε τιμωρίες ακόμα και για το παραμικρό πειθαρχικό παράπτωμα, ήθελε να ήμουν πρότυπο.
Η μεταγραφή σου στον Παναθηναϊκό είναι ακόμη η δεύτερη ακριβότερη στην ιστορία του συλλόγου. Μήπως τα χρήματα που δαπανήθηκαν για σένα σε φόρτωσαν με δυσβάσταχτη πίεση;
Οταν πήγα στον Παναθηναϊκό, ήμουν 22 χρονών. Δεν ήταν εύκολο για μένα, κακά τα ψέματα. Ξέρουμε όλοι την τρέλα που υπάρχει στην Ελλάδα για το ποδόσφαιρο. Ημουν σε μία ομάδα που απλώς ήθελε να παίζει καλό ποδόσφαιρο, πήγα σε μία ομάδα που πρωταγωνιστούσε. Δεν είναι εύκολο να σκεφτείς στα 22 σου ότι τα περιμένουν όλα από σένα. Ποτέ δεν είναι. Η πρώτη σεζόν παρόλα αυτά ήταν καλή. Επαιξα 16 παιχνίδια στο Τσάμπιονς Λιγκ και έβαλα 6 γκολ. Ολοι περίμεναν ότι θα βάλω…100. Εκείνα τα χρόνια ο Παναθηναϊκός είχε μεγάλους παίκτες, δεν ήταν εύκολο, το επαναλαμβάνω. Η σεζόν, παρά το γεγονός ότι δεν είχε τρόπαιο, ήταν πολύ καλή για την ομάδα, μπορούσαμε να πάρουμε και το πρωτάθλημα. Είχαν βέβαια καταπληκτικά ρόστερ και οι αντίπαλοί μας εκείνη την εποχή.
Οταν το 2005 αποφάσισες να πας στον Ολυμπιακό, γράφτηκε ακόμα και το ότι ο πατέρας σου σταμάτησε να σου μιλά. Πως πήρες αυτήν την απόφαση;
Ποτέ δεν ασχολήθηκα ιδιαίτερα με το τι έγραφε ο Τύπος. Αυτό που γράφτηκε για τον πατέρα μου δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Πάντα όταν έπρεπε να πάρω μία απόφαση στην καριέρα μου ήμουν πολύ,μα πολύ χαλαρός. Εκλεινα τα τηλέφωνα και ανέθετα τα πάντα στο μάνατζερ μου στον οποίο είχα απεριόριστη εμπιστοσύνη. Εκείνο το καλοκαίρι λοιπόν έκανα διακοπές 40 ημέρες πολύ μακριά από Κύπρο και Ελλάδα. Επαιρνα απλώς μία φορά την ημέρα τους γονείς μου τηλέφωνο και έλεγα ότι είμαι καλά. Είχε τελειώσει το συμβόλαιό μου με τον Παναθηναϊκό. Εδειξε ότι με θέλει ο Ολυμπιακός. Οταν γύρισα από τις διακοπές ρώτησα τον ατζέντη μου: “Εχουμε τίποτα;”. Μου απάντησε: “όχι, γιατί σε πήρε κανείς τηλέφωνο;”. Ακούγοντάς τον, ξαναέφυγα για διακοπές. Οταν ξαναβρεθήκαμε, μου παρουσίασε τα δεδομένα. Η πρώτη επιλογή μου ήταν η Ευρώπη αλλά μου είπε ότι οι καλές ομάδες θα ψάξουν να βρουν πρώτα τους σταρ. Επρεπε, άρα, να περιμένω μέχρι τέλος Ιουλίου, αρχές Αυγούστου. Από Ελλάδα, μου είπε “υπάρχει ο Ολυμπιακός, που σε θέλει πάρα πολύ. Πρέπει να αποφασίσεις”.
Αρα δεν προβληματίστηκες πολύ…
Οπως είπα, δεν προβληματιζόμουν πολύ για αυτές τις αποφάσεις. Αν καθόμουν να το σκεφτώ πολύ, ίσως να μην το έκανα. Δεν σκέφτηκα καν την αντιπαλότητα του Παναθηναϊκού με τον Ολυμπιακό, ούτε ότι είχα φίλους στην προηγούμενη ομάδα μου. Αν είχα τότε παιδιά, ναι, μπορεί να μην το έκανα. Μιλώντας με τον Σωκράτη Κόκκαλη τότε κατάλαβα πόσο πολύ με θέλει ο Ολυμπιακός και τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Αν δεν ήταν τόσο ξεκάθαρος ο πρόεδρος, ίσως πάλι να μην πήγαινα στον Ολυμπιακό.
Από τον Παναθηναϊκό έφυγες με κάποια πικρία, είχες κάποιο παράπονο;
Δεν υπήρχε πικρία. Είχε αρχίσει να γίνεται γνωστό μέσα στη σεζόν το ενδιαφέρον του Ολυμπιακού και όλοι, όταν με πλησίαζαν, μου έλεγαν πήγαινε όπου θέλεις στην Ευρώπη, μόνο μην πας εκεί. Δεν ερχόταν να μου πει ο κόσμος θέλουμε να μείνεις. Με έβρισκαν έξω οπαδοί του Ολυμπιακού και μου έλεγαν έλα σε μας.
Θα την ξανάπαιρνες την απόφαση αν γυρνούσες το χρόνο πίσω;
Σίγουρα θα την ξανάπαιρνα, αφού δεν είχα κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα. Από τον Παναθηναϊκό δεν έφυγα με κακία, ούτε πικραμένος, διατηρώ και τώρα σχέσεις με πρώην συμπαίκτες μου, μέλη της διοίκησης κτλ. Ούτε προβλήματα με τη διοίκηση είχα. Ετσι είναι το ποδόσφαιρο, σε θέλουν, δεν σε θέλουν, προχωράς παρακάτω.
Θέλεις να μας πεις πως βίωσες την εμπειρία του αγώνα στη Ριζούπολη το 2003 για τον οποίο έχουν γραφτεί τόσα και τόσα;
Είναι θέμα χαρακτήρα για μένα η διαχείριση τέτοιων καταστάσεων. Εγώ στη Ριζούπολη φτιάχτηκα, τρελαίνομαι για τέτοια ατμόσφαιρα. Οπως τρελαινόμουν πάντα να παίζω στην Τούμπα, μου άρεσε, γούσταρα. Στην Ριζούπολη εκείνη την Κυριακή έγιναν πράγματα επικίνδυνα, είναι γεγονός αυτό. Ο κόσμος έξω από το λεωφορείο, τα γεγονότα στη φυσούνα. Δεν μπορεί να κατηγορήσεις κάποιον παίκτη αν πάθει σοκ σε τέτοιου είδους ατμόσφαιρα, δεν μπορείς να μιλήσεις καν για μάγκες και όλα αυτά.
Λέγεται ότι ήσουν από τους λίγους που αντέδρασαν δυναμικά…
Κοίταξε, όπως σου είπα δεν μπορούσαμε να κατηγορήσουμε τους συμπαίκτες μας, τον Μικαέλσεν ας πούμε ή τον Κόλκα που είχαν μία τελείως διαφορετική κουλτούρα. Ηταν και θέμα στιγμής, θα μπορούσα και εγώ να τρομάξω μία άλλη φορά κάπου αλλού. Μπορεί να είχα και άγνοια κινδύνου εκείνη την εποχή. Εγώ πάντως όταν είδα όλα αυτά σαν να ντοπαρίστηκα! Αλλά, είπαμε, ο καθένας το βλέπει διαφορετικά.
Το πρόβλημα της βίας πάντως δεν λύνεται ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Κύπρο…
Δεν ξέρω, σκέφτομαι χρόνια τώρα γι’ αυτό. Μπορεί να το θέλει το κατεστημένο. Σου λέει γιατί να τα βάζουν με τους πολιτικούς; Ας εκτονώνονται στο ποδόσφαιρο και εμείς θα περνάμε ότι θέλουμε πάρα πολύ άνετα. Ισως να θέλει αυτό και η κοινωνία η ίδια. Ξέρεις κάτι; Οσο μας τραβούσε το αυτί ο δάσκαλος ήταν καλά. Φοβόμασταν να το πούμε στους γονείς μας μήπως μας τραβήξουν και το άλλο. Από τη στιγμή που ο γονιός πάει στο δάσκαλο να του παραπονεθεί γιατί τράβηξε το αυτί του παιδιού του, τελείωσε το παιχνίδι.
Αυστηρός μας ακούγεσαι ως πατέρας…
Δεν είμαι αυστηρός, πρέπει όμως να υπάρχει σεβασμός. Χωρίς σεβασμό φίλε, δεν υπάρχει μέλλον για κανέναν και πουθενά.