Home ΚΥΠΡΟΣ Taoufiq και Kanjo, δύο μετανάστες φουτσαλιστές της ΑΕΛ μιλούν για τη ζωή...

Taoufiq και Kanjo, δύο μετανάστες φουτσαλιστές της ΑΕΛ μιλούν για τη ζωή τους

aelfutsal


Πηγή συνέντευξης από το lions-radio.com. Αναλυτικά, πιο κάτω, όπως δημοσιεύτηκε από την ιστοσελίδα φιλάθλων της Α. Ε. Λεμεσού.

Οι ιστορίες που θα διαβάσετε πιο κάτω, δεν είναι απ’ εκείνες τις δακρύβρεχτες που μιλούν για κατορθώματα, βαθμούς, δουλειές, εταιρείες ή χρήματα. Οι ιστορίες που ακολουθούν είναι ιστορίες που μιλούν για επιβίωση, μια λέξη που κρύψαμε καλά πίσω από το βόλεμα και την καθημερινότητα μας.

Χιλιάδες ζωές χάνονται καθημερινά στο βωμό του κέρδους των μεγαλοεταιρειών και των κρατών που παίζουν καθημερινά τις παρτίδες των πολέμων σαν να ‘ναι παρτίδες τάβλι. Με τους ανθρώπους να παριστάνουν τα πιόνια τους που τα παίρνουν πέρα δώθε. Το πως δεν είμαστε εμείς στη θέση τους το λέμε τύχη.

Τα παιδιά που θα γνωρίσετε πιο κάτω θα μας εξιστόρησουν το δικό τους ταξίδι για να φτάσουν σε μια ακτή, να πατήσουν λίγο χώμα και να βρουν ένα πιάτο φαί με ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.

Η ζωή γι’ άλλους είναι εύκολη και άλλους δύσκολη, αν βοηθούσαμε όμως ο ένας τον άλλον κάποιοι θα ξεκουράζονταν από τα βάρη που έχουν φορτωθεί στους ώμους τους, βάρη που πολλές φορές δεν επέλεξαν.

Χωρίς ανθρωπιά, χωρίς αγάπη, χωρίς σεβασμό στον δίπλα, που πάμε; Και εκεί που συναντιόνται οι ζωές, πατώντας το ίδιο χώμα, κρατώντας το ίδιο χέρι, ποιες θαρρείς πως είναι οι διαφορές μας;!

Τα δύο παιδιά είναι πρόσφυγες και μέχρι να φτάσουν μέχρι εδώ πέρασαν τα πάνδεινα. Ο Taoufiq Rifki και ο Kanjo Ghivara είναι αθλητές της φουτσαλικής μας ομάδας. Μιας ομάδας που δείχνει καθημερινά τι εστί ΑΕΛ, τι εστί αθλητισμός.

 

Πάμε να ξεκινήσουμε με τις συνεντεύξεις. Αρχικά θα μιλήσουμε με τον Taougiq Rifki.

taoufiq

Tαουφίκ γεια χαρά, ευχαριστούμε θερμά και τους δυο σας που δεχθήκατε να μας παραχωρήσετε αυτή τη συνέντευξη. 

Η ιστορία του Ταουφίκ ξεκινά κάπου στο Μαρόκο, όταν παίρνουν το αεροπλάνο για να ταξιδέψουν στη Λιβύη και απ’ εκεί να φύγουν για Ιταλία και μετά τελικά να φτάσουν στη Γαλλία.  Η βάρκα τους κατέληξε από μόνη της στην Τυνησία, εκεί τα πράγματα γίνονται ακόμη δυσκολότερα, πιο δύσκολα ακόμη κι’ από το να βρίσκεσαι νηστικός και διψασμένος σε μια βάρκα τρυπημένη που ο μόνος που ήξερε να τη χειρίζεται είχε πεθάνει.

Διαβάστε όμως πως μας τα είπε ο ίδιος.

Στην αρχή του τεράστιου ταξιδιού, για να μπείτε στη Βάρκα που βρισκόσασταν στη Λιβύη για να πάτε Ιταλία και τελικά βρεθήκατε Τυνησία. Πως πήρατε τη βάρκα. Πληρώσατε κανένα;

«Ε βέβαια τι νομίζεις; Εγώ έδωσα 1600 ευρώ. Ο καθένας έδωσε 1600 ευρώ. Εκείνος που την έβαλε στη θάλασσα άρπαξε τα λεφτά και έκανε μαθήματα 2-3 μέρες σε κάποιον που θα πήγαινε μέσα στη βάρκα μαζί μας, δεν υπήρχε οδηγός. Αυτός έπαιρνε τα λεφτά και χανόταν.  Εκείνος τελοσπάντων που ήξερε να χειρίζεται λίγο τη βάρκα ήταν από τους πρώτους που πέθαναν. Είχε πέσει ένας ανιψιός του μέσα στη θάλασσα ένα βράδυ, όπως έπεσε από τη βάρκα, εξαφανίστηκε, πήγε πίσω να τον ψάξει και τελικά πνίγηκαν και οι δύο. Έτσι ο μόνος που ήξερε λίγο να οδηγεί τη βάρκα πέθανε και μείναμε ακυβέρνητοι.  Από τα 26 άτομα που βρισκόμασταν στο φουσκωτό τα 11 είχαν πεθάνει μέχρι να βρούμε στεριά. Μια άλλη μέρα, μια γυναίκα μου φώναζε να πάω στο μπακάλικο να της φέρω νερό, είχε χάσει τα λογικά της από τον τρόμο και την αγωνία. Μου έφερε στο μυαλό τη μάνα μου και την αδερφή μου, τις σκεφτόμουν για να παίρνω κουράγιο».

Βούλιαξε η βάρκα πριν την Τυνησία ή σας βρήκαν οι λιμενικοί;

«Ανάμεσα στις χώρες είχε σημαίες, μόλις κοντέψαμε στη Μάλτα η βάρκα άρχισε να ξεφουσκώνει. Απ’ όσο ψωμί είχαμε αρχίσαμε να παίρνουμε τη ψίχα του και προσπαθούσαμε να κλείσουμε τις τρύπες. Σταμάτησε ένα πλοίο και μας έβλεπε, νομίζω ήταν των πετρελαίων γιατί ήταν πολύ μεγάλο. Τους φωνάζαμε ότι δεν έχουμε ούτε νερό, oύτε φαί, μας άφησαν μέσα στην μέση του πουθενά και έφυγαν.   Λίγο αργότερα πέθαναν δύο κοπέλες. Αν σταματούσε εκείνο το πλοίο δεν θα πέθαινε κανένας, αλλά έφυγαν».

Πέθαιναν δηλαδή από την πείνα;

«Από την πείνα και από τη δίψα. Τη μέρα ο ήλιος μας έκαιγε και το βράδυ το κρύο τρυπούσε κόκκαλα. Είχε εξαντληθεί το φαγητό και το νερό, εγώ την νύχτα για να επιβιώσω έπεφτα σε μια “λίμνη” με νερό, γεμάτη με ακαθαρσίες και πετρέλαιο αλλά ήταν ζεστά».

Τι γινόταν με αυτούς που πέθαιναν;

«Η βάρκα όπως σας είπα, ήταν ξεφούσκωτη και με το ζόρι μας κρατούσε στην επιφάνεια του νερού. Όποιος πέθαινε ήμασταν αναγκασμένοι να τον ρίξουμε στη θάλασσα, για να ζήσουμε οι υπόλοιποι».

Μετά τη έγινε; Περίγραψε μας τι έγινε κοντά στην Τυνησία;

«Την 5η μέρα και ενώ η βάρκα μας μόλις άντεχε είδαμε μια άλλη βάρκα στη μέση του πουθενά και φωνάξαμε με όλη τη δύναμη που μας απέμενε. Ευτυχώς μας άκουσαν και ήρθαν κοντά μας, αν δεν σταματούσαν θα ήμασταν σίγουρα νεκροί. Αμέσως μας έριξαν μπουκάλια με νερό να δροσιστούμε και στη συνέχεια μια σακούλα με γεμάτη ψωμί, δυστυχώς δεν έφτασε στη βάρκα και την πήρε το κύμα».

Σας έβαλαν πάνω στη βάρκα τους και σας πήραν στην ακτή;

«Κανονικά δεν γίνεται να μας πάρουν στη βάρκα τους, απαγορεύεται. Μας έριξαν σχοινί να το βάλουμε πάνω στη βάρκα μας και να μας τραβήξουν. Όπως έβαλε το σχοινί έσπασε αυτό που το κρατούσε και αναγκάστηκαν να μας βγάλουν πάνω στη βάρκα και να μας πάρουν στην ακτή της Τυνησίας. Είχαμε μόλις γλιτώσει από το βέβαιο θάνατο».

Ανακεφαλαίωση για αυτούς που διαβάζουν τη συνέντευξη.

«Τη δεύτερη μέρα ξεφούσκωσε η βάρκα και έπρεπε να την κάνουμε πιο ελαφριά, με αποτέλεσμα να πετάμε νερό, πετρέλαιο και ότι άλλο είχαμε για να μη πνιγούμε.   Για δυο μέρες χαθήκαμε, δεν είχαμε οδηγό και όπως πήγαινε η βάρκα, πηγαίναμε και εμείς με αποτέλεσμα να καταλήξουμε Τυνησία αντί Ιταλία».

Τι έγινε με το που πατήσατε στην Τυνησία;

«Πολύ καλός ο κόσμος εκεί, μας τάισαν και μας έντυσαν. Μας πήραν σε χώρο φιλοξενίας αλλά επειδή δεν είχαμε διαβατήρια μας ανάγκασαν να επιστρέψουμε στη Λιβύη μέσω της Σαχάρας. Ξεκινήσαμε σιγά σιγά και κατευθυνθήκαμε μέσω της ερήμου στη Λιβύη, δεν είχαμε άλλη επιλογή.

Κοντά στα σύνορα αποφασίσαμε με ένα άλλο να κατεβούμε προς τον δρόμο, να φύγουμε από τους πολλούς και να πιάσουμε ταξί. Αν πηγαίναμε πολλοί μαζί θα μας έβλεπαν. Μόλις βγήκαμε στο δρόμο είδα ένα ταξί, του κάνουμε νόημα από μακριά να σταματήσει. Δυστυχώς τα αυτοκίνητα της αστυνομίας στη Λιβύη μοιάζουν με ταξί, μόλις την είχαμε πατήσει και μας συνέλαβαν. Θα προτιμούσα να πέθαινα μέσα στη θάλασσα παρά να με συνελάμβαναν εκείνη την ώρα η αστυνομία της Λιβύης. Μας έκαναν να υποφέρουμε για πέντε ολόκληρες μέρες».

Τι σας έκαναν οι αστυνομικοί εκεί δηλαδή;

«Μας έριξαν στο αυτοκίνητο και μας πήραν σ’ ένα απομονωμένο μέρος. Μας κατέβασαν από το αυτοκίνητο και άρχισαν να μας κτυπούν. Μετά μας πήραν σε κάτι που ήταν σαν φυλακή και μας έβαλαν να κάτσουμε, αν προσπαθούσαμε να αποδράσουμε θα μας πυροβολούσαν σίγουρα. Λέω του μεγάλου ανθρώπου που ήταν μαζί μου και χωριστήκαμε από τους υπόλοιπους να πάει να τους πει ότι μας έκλεψαν, ότι δεν είχαμε λεφτά κλπ. μήπως και γλιτώναμε. Ήρθε πίσω δαρμένος και κλαίγοντας. Μετά ήρθαν και μου λένε εσύ πιάσε κρεβάτι να πέσεις, αλλά o άλλος να μείνει έτσι. Στο τέλος του φώναξα να ξαπλώσει να κοιμηθεί και εκείνος κοντά μου, ευτυχώς δεν ασχολήθηκαν».

Την επόμενη μέρα τι έγινε;

«Το άλλο πρωί βρήκαμε μαζί μας τους υπόλοιπους που χωρίσαμε στα σύνορα πριν μας συλλάβουν. Εμείς έπρεπε να χωρίσουμε τη θέση μας από τους άλλους γιατί εδώ στη Λιβύη μπήκα νόμιμα αλλά δεν είχα στάμπα ότι αποχώρησα.  Το δωμάτιο γέμισε και με τους υπόλοιπους πρόσφυγες της βάρκας. Αν και ήμασταν όλοι με τα ίδια ρούχα ντυμένοι, αναγκάστηκα να βγάλω τα παπούτσια μου να μη με καταλάβουν.

Ήρθε το immigration και ρωτούσε τα ονόματα μας, δεν μπορούσα να το πω με την προφορά που ήθελαν και με κτύπησαν, δε μπορούσα να το πω σωστά μιας και λόγο του ότι ήμασταν στη θάλασσα για μέρες δε μπορούσα να μιλήσω κανονικά. Μας έβαλαν στ’ αυτοκίνητα του στρατού και μας πήραν μέσα σ’ ένα στρατόπεδο. Μπήκαμε σε μια αποθήκη και μας έβαλαν να σταθούμε στη σειρά. Ήταν γεμάτο με λάδι, πατάτες, αλεύρι και άλλα φαγητά του στρατού. Μας είπαν να τα μεταφέρουμε όλα σε ένα κοντέινερ, να καθαρίζαμε το δωμάτιο και μετά θα μας άφηναν να πάμε στα σπίτια μας».

Φαντάζομαι τελειώσατε γρήγορα από τη θέληση σας να φύγετε να πάτε σπίτι σας.

«Τελειώσαμε μέσα σε 4 ώρες, αν έφερναν υπαλλήλους θα τους έπαιρνε 3 μέρες. Τα μεταφέραμε όλα και γυαλίσαμε την αποθήκη. Μόλις τελειώσαμε ξέρετε τι μας είπαν; Μεταφέρετε τα ξανά πίσω, από το κοντέινερ στην αποθήκη. Εκείνη την ώρα πραγματικά αν υπήρχε τρόπος να αυτοκτονούσα θα το έκανα. Ήταν εκείνοι άνθρωποι, ήμασταν και εμείς άνθρωποι αλλά δεν το καταλάβαιναν, μας κορόιδευαν. Χωρίς καθόλου φαγητό, νερό πίναμε από την τουαλέτα. Με έβαλαν να καθαρίσω το γραφείο του διευθυντή για να με αφήσουν ελεύθερο αλλά πάλι δεν με άφησαν. Τον ρώτησα γιατί μας κάνουν έτσι και μου είπε ήρθατε στην χώρα μας και μπορούμε να κάμουμε ότι θέλουμε. Αν μη τι άλλο ο διευθυντής μας έδωσε κανένα τσιγάρο να καπνίσουμε. Την 3η μέρα πεινάσαμε αλλά είχε ένα πιάτο για όλους το οποίο ήταν εκεί από την πρώτη ημέρα.  Λίγο μπιζέλι, μια φέτα ψωμί και δυο πατάτες μικρές».

Την 4η μέρα τι έγινε; Συνέχισαν να σας βασανίζουν;

«Δεν άντεξα από την πείνα, έβαλα λίγο νερό πάνω στο ψωμί, να μαλακώσει για να φάω. Ήρθαν και φώναζαν ποιος έφαγε το φαγητό και είπα «εγώ». Με έβγαλαν κλέφτη και με κτυπούσαν ενώ με έβαλαν να υποστώ βασανιστήρια. Με έβαλαν να τρέχω μέσα στον ήλιο από τις 12 μέχρι τις 4 το μεσημέρι για χιλιόμετρα. Αν είχα ένα όπλο θα τους σκότωνα και θα αυτοκτονούσα».

Την 5η μέρα και τελευταία πως τελείωσε όλο αυτό;

«Τα δύσκολα τα περάσαμε στο στρατό, στη θάλασσα μπορεί να πεθάνεις και τελειώνει, εκεί μας βασάνισαν και μας εξευτέλισαν. Την τελευταία μέρα ήρθε ο ανώτερος τους, εξηγήσαμε τι έγινε και βρισκόμασταν εκεί. Μας πήραν στο στρατοδικείο για να μας δικάσουν.   Τελείωσε η δίκη και μου είπαν πήγαινε σπίτι σου. Ένιωθα πως ήταν η πρώτη μου μέρα στη ζωή, πως ξαναγεννήθηκα, έφυγα τρεχάτος μην αλλάξουν γνώμη. Ήμουν μόλις 19 ετών και δεν τους ένοιαζε να μας βασανίζουν και να μας δέρνουν».

Μετά πως συνέχισες τη ζωή σου;

«Δούλεψα στη Λιβύη για λίγο, έπιασα λεφτά και έφυγα. Δεν ήθελα να ξαναπάω με τη βάρκα, δεν ήθελα να το ξαναζήσω. Βρήκα το διαβατήριο μου και πήγα στην Τυνησία. Στη Λιβύη εν τω μεταξύ συνάντησα τις γυναίκες δύο φίλων μου που πέθαναν στην βάρκα. Με ρώτησαν που είναι; Όταν τους είπαν πως πέθαναν ξέσπασαν σε λυγμούς. Πήγα που λέτε Τυνησία με το διαβατήριο μου και έμεινα εκεί για μια βδομάδα».

Μετά την Τυνησία, για που ταξίδεψες;

«Έφυγα από την Τυνησία και με το αεροπλάνο βρέθηκα στην Κωνσταντινούπολη, απ’ εκεί ήθελα να πάω στην Ελλάδα. Μπήκα στο αεροπλάνο και μου είπαν θα μας στείλουν στην Ελλάδα όμως το αεροπλάνο μας προσγειώθηκε στα κατεχόμενα. Μας κορόιδεψαν, δεν ήξερα να διαβάζω ούτε ελληνικά, ούτε τούρκικα. Κατεβήκαμε, κρατούσα πάνω μου τα τελευταία 50 ευρώ. Πέρασα από τα κατεχόμενα στη Λευκωσία μόνος μου, που εξήγησαν για τα κυκλώματα από που μπορούσα να περάσω και τι ώρα. Έκατσα κάπου και ξάπλωσα. Δεν ήξερα που βρισκόμουν για να πω την αλήθεια.  Πήρα τηλέφωνο κάποιον και με βοήθησε, μου είπε να πάω στο Κολόσσι και θα με περιμένει κάποιος.  Δούλευα εκεί από τις 6 το πρωί μέχρι τις 3 το απόγευμα για 12 λίρες».

Η ζωή στο Μαρόκο πως ήταν;

«Η ζωή από μόνη της ήταν δύσκολη για εμάς από την αρχή, ήμασταν 7 παιδιά. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος, δεν πιάνουν όμως πολλά λεφτά οι δάσκαλοι εκεί. Έπρεπε να βρούμε τρόπους να επιβιώσουμε. Τα δύσκολα πέρασαν, τώρα εδώ στην Κύπρο έχω γυναίκα και παιδιά, αν έμενα στο Μαρόκο δε θα κατάφερνα να αποκτήσω οικογένεια».

Τώρα όμως είσαι πολύ καλά σε σχέση με το πως ήσουν παλαιότερα;

«Όταν γνώρισα τη γυναίκα μου το 2007, τρία χρόνια μετά που ήρθα θεωρούμουν παράνομος. Ήταν πολύ δύσκολο και για την ίδια, στην κυπριακή κοινωνία ήταν δύσκολο να παντρευτεί κάποιο που ήταν Μουσουλμάνος. Ξεπεράσαμε τα προβλήματα και τώρα έχω μια οικογένεια στο Μαρόκο, μια στην Κύπρο και μια άλλη, την οικογένεια της ΑΕΛ».

Συνάντησες Ρατσισμό στην Κύπρο;

«Στην Κύπρο δε βρήκα ρατσισμό, κάποιοι μπορούν να μας βλέπουν παράξενα αλλά επειδή δεν ενοχλήσαμε ποτέ κανένα και ήμασταν καλοί άνθρωποι δεν είχαμε προβλήματα με κανένα. Αν τους πειράξεις ίσως να γίνουν ρατσιστές, να μην τους φταίξει η πράξη κάποιου, αλλά η χώρα που προέρχεται.

Είναι και ο χαρακτήρας μου τέτοιος όταν γνωρίσω κάποιον του μιλάω, κάνω πλάκα, μπορεί να κάνω κάποιο αστείο κλπ».

Για τους πρόσφυγες στη Συρία;  Τι έχεις να πεις;

«Αυτό το πράγμα δεν είναι κάτι καινούργιο, έχει πολλά χρόνια που συμβαίνει. Τώρα είδαν όλοι τι γίνεται; Mετά τη φωτογραφία με το μωρό είδαν την αλήθεια κατάματα. Έρχονται γιατί δεν μπορούν να ζήσουν στη χώρα τους. Νομίζετε αν μπορούσαν να ζήσουν καλά εκεί, θα έφευγαν από τον τόπο τους; Εσύ θα έμπαινες μέσα σε μια βάρκα για να φύγεις από τη χώρα σου;  Την ώρα που μπαίνεις στη βάρκα, ακροβατείς ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Ουσιαστικά πληρώνεις και μαθαίνεις αν θα συνεχίσεις να ζεις ή όχι».

Έχεις ξαναπάει στο Μαρόκο από τότε; Άλλαξε κάτι από τότε;

«Ναι ξαναπήγα 2-3 φορές. Tι να αλλάξει ρε φίλε; Τα ίδια πράγματα».

Θα ξανά επέστρεφες πίσω να ζήσεις;

«Όχι, μόνο για διακοπές».

Με το φούτσαλ πως αναμείχθηκες;

«Το 2006 πήγα στο Σολομωνίδης, αλλά όχι για το φούτσαλ. Πήγαμε με τον αδερφό μου να δοκιμαστούμε στη ποδοσφαιρική ΑΕΛ αλλά κανένας δε μας έπαιρνε στα σοβαρά, πρέπει να έχεις μάνατζερ».

Πως βρέθηκες στην ΑΕΛ Φούτσαλ;

«Με πήρε ο Αιμίλιος, μου άρεσε και συνέχισα».

Στο Μαρόκο και στη Λιβύη έπαιζες ποδόσφαιρο;

«Στο Μαρόκο έπαιζα αλλά στη Λιβύη όχι».

Η ΑΕΛ φούτσαλ σας στηρίζει είναι δίπλα σας;

«Πάρα πολύ, η ομάδα είναι σαν οικογένεια μου. Όλοι είμαστε σαν μια οικογένεια πραγματικά. Ότι βοήθεια χρειαστούμε από τον Πρόεδρο είναι δίπλα μας. Εγώ όταν πάω προπόνηση χαλαρώνω, τα ξεχνάω όλα, που περνάει η κούραση της δουλειάς».

Οι στόχοι της φετινής ΑΕΛ;

«Πρωτάθλημα και Κύπελλο (γέλια). Πρώτη τετράδα (συμφωνεί μαζί του και ο Kanjo)».

Δύο λόγια για τον κόσμο της ΑΕΛ;

«Τους χρειαζόμαστε, τους θέλουμε δίπλα μας. Μας βοηθούν πάρα πολύ, όποτε είναι στο γήπεδο είναι λες και παίζουμε με έξτρα παίκτη. Βγαίνουν πολύ ψηλά τα επίπεδα ενέργειας σου. Είναι δύσκολο να χάσουμε στην έδρα μας όταν έχουμε τον κόσμο μας. Εγώ δε δέχομαι να χάσω μπροστά σε τόσο κόσμο, ιδιαίτερα όταν είναι εκδηλωτικοί και φωνάζουν για την ομάδα».

 

Ακολουθεί η συνέντευξη του Kanjo (Κυριάκος) Ghivara.

Kanjo Ghivara

Εσύ Κanjo πότε ήρθες στην Κύπρο;

«Εγώ γεννήθηκα στην Κύπρο αλλά έφυγα σε ηλικία δύο ετών, εγκατασταθήκαμε στο Χαλέπι της Συρίας και επιστρέψαμε το 2005 στην Κύπρο. Ο πατέρας μου έφυγε το 2004 για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους και ήρθε πίσω στην Κύπρο. Ένα χρόνο αργότερα αποφασίσαμε και εμείς να έρθουμε να τον βρούμε. Ξεκινήσαμε από το Χαλέπι μέσα στο υπόγειο μιας βάρκας και κατευθυνθήκαμε προς Κωνσταντινούπολη, ήμουν 7-8 ετών. Μείναμε εκεί μια βδομάδα γιατί ο οδηγός της βάρκας έπρεπε να βρει τον κατάλληλο καιρό για να μας φέρει στην Κύπρο. Πάλι στο υπόγειο της βάρκας, εγώ, ο αδερφός μου που ήταν 2-3 χρονών, ο αδερφός μου ο μεγάλος που ήταν περίπου 10 ετών, η μητέρα μου, μια φίλη της και 10 άντρες».

Πως ήταν το ταξίδι προς την Κύπρο;

«Μας πήρε περίπου δύο μέρες μέσα στη βάρκα για να φτάσουμε στα κατεχόμενα. Απ’ εκεί και πέρα περάσαμε στις ελεύθερες περιοχές. Από τη Λευκωσία πήραμε γνωστούς μας και ήρθαν και μας έφεραν στη Λεμεσό».

Ξέρατε κόσμο δηλαδή που σας βοήθησε;

«Παλιά μέναμε στον Ύψωνα, στη Λεμεσό γεννήθηκα. Όταν ήρθαμε ήταν εδώ θείοι και θείες μου και μας βοήθησαν».

Γιατί φύγατε από την Συρία;

«Ήρθαμε να βρούμε τον πατέρα μας ο οποίος όπως ανέφερα έφυγε ένα χρόνο νωρίτερα αφού τον κυνηγούσαν για πολιτικούς λόγους. Εκτός αυτού αναγκαστήκαμε να φύγουμε λόγω του οικονομικού αλλά και λόγω του ότι ήμασταν Κούρδοι είχαμε ορισμένα προβλήματα από κάποιους που μας θεωρούσαν ανεπιθύμητους. Τον πατέρα μου στην ουσία τον εκδίωξαν και αναγκάστηκε να έρθει στην Κύπρο».

Βρήκε δουλειά εδώ όσο λείπατε;

«Ναι, ήξερε κόσμο και έπιασαν κάπου δουλειά στα κτίσματα».

Εσύ όταν ήρθες από τη Συρία πήγες σχολείο εδώ στην Κύπρο;

«Ναι, με έβαλαν στην τρίτη τάξη του δημοτικού. Δεν ήξερα καθόλου ελληνικά, στην αρχή ήταν πολύ δύσκολα γιατί μου φέρονταν ρατσιστικά τα υπόλοιπα παιδιά. Σιγά σιγά με γνώρισαν καλύτερα, έμαθα την γλώσσα, συνδέθηκα μαζί τους και αυτοί μαζί μου».

Ποδόσφαιρο πότε ξεκίνησες;

«Παίζαμε στις γειτονιές του Ύψωνα, με είδε ένας άνθρωπος και με πήρε στην ΑΕΛ. Εκεί θυμάμαι ήταν προπονητής μου ο Άντρος Βασιλείου (Τσάρουκας). Αλλά μετά από τέσσερα χρόνια έφυγα γιατί δεν δικαιούμουν να αγωνιστώ, μου έβγαλαν ταυτότητα στην ΟΥΕΦΑ γιατί η ΚΟΠ δεν μου έβγαζε. Αγωνίστηκα από τα 16 μου μέχρι τα 18 και πάλι δεν δικαιούμουν να παίξω γιατί έληξε η ταυτότητα μου».

Μετά τα 18 δεν δικαιούσουν να αγωνιστείς; Τι έπρεπε να κάνεις;

«Όχι, η ταυτότητα μου έγραφε μέχρι τα 18 και μετά θα έπρεπε μου είπαν να βγάλω δική μου πολιτική ταυτότητα. Αν και μου είπαν πως μπορούσα να βγάλω μόλις γίνω 18, δεν μου επιτράπηκε. Για να μπορέσω να αγωνιστώ πρέπει να είμαι γραμμένος σαν ξένος παίκτης και αυτό το έκανε η ΑΕΛ Φούτσαλ για να μου δοθεί η ευκαιρία να αγωνιστώ αλλιώς δε θα μπορούσα».

Πως βρέθηκες στην ΑΕΛ Φούτσαλ;

«Πριν τρεις μήνες περίπου με πήρε τηλέφωνο ο κ. Κοντίδης ότι πήγε στην ΑΕΛ Φούτσαλ και κατάφεραν να με εγγράψουν ως ξένο για να δικαιούμαι να αγωνιστώ. Πριν έκανα δοκιμαστικά στον Άρη σε ανοικτό γήπεδο. Θα έμενα εκεί αλλά το ότι έπρεπε να γραφτό σαν ξένος ήταν εμπόδιο».

Η ΑΕΛ φούτσαλ σας στηρίζει είναι δίπλα σας;

«Ότι βοήθεια θέλω είναι δίπλα μου, με στήριξαν και με τις σπουδές μου. Οι παλιοί παίκτες με βοηθούν πολύ, χρειάζομαι χρόνο βέβαια να μάθω τις φουτσαλικές κινήσεις γιατί έπαιζα στο ανοικτό τόσο καιρό. Αλλά είναι δίπλα μου όλοι και τους ευχαριστώ. Ο Δήμος Ύψωνα και το Frederick University με βοήθησαν, που έδωσαν υποτροφία και έτσι τώρα θα ξεκινήσω τις σπουδές μου».

———————————————————

Να αναφέρουμε κλείνοντας πως ο Τaoufiq Rifki εδώ και 7 χρόνια έκανε αίτηση για να του δοθεί Κυπριακή υπηκοότητα, είναι επαγγελματίας φουτσαλίστας πλέον, πολίτης και υπάλληλος στην Κύπρο ενώ έχει οικογενειά πια και δύο μικρά παιδάκια.

Ο Kanjo έχει πιστοποιητικό γεννήσεως Κυπριακό και ενώ του υποσχέθηκαν πως θα του δώσουν Κυπριακή ταυτότητα όταν θα έκλεινε τα 18 αυτό δεν έγινε ποτέ. Καθημερινά βρίσκει εμπόδια στη ζωή του, ο πρόεδρος της ομάδας ανέφερε χαρακτηριστικά πως μέχρι και όταν πήγαν να τον ασφαλίσουν ως παίκτη προέκυψε πρόβλημα. Στο πανεπιστήμιο δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει ακόμη την εγγραφή του αν δεν του ανανεωθεί η βίζα παραμονής, κι’ ας έκανε αίτηση εδώ και καιρό, η οποία καθυστερεί λόγω του ότι είναι πολιτικοί πρόσφυγες.

Οι κλειστές πόρτες αξίζουν μόνο στους απάνθρωπους και τους μισαλλόδοξους. Κλειστές πόρτες μόνο στο μίσος και στο ρατσισμό. Καμιά ζωή δεν αξίζει περισσότερο από κάποια άλλη, όλοι είμαστε ίσοι και αξίζουμε μια αξιοπρεπή ζωή.

Ευχαριστούμε ολόψυχα τα παιδιά για τη συνέντευξη και την υπομονή τους.