Ήθελε μόνο να κλωτσά μπάλα έστω και με λαστιχένια παπούτσια, να τιμά τη φανέλα της ομάδας του ακόμα και για πενταροδεκάρες και του αρκούσε η αγάπη του κόσμου. Σπουδαίος σέντερ φορ της Ομόνοιας, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο Σωτήρης Καϊάφας θυμάται τη ζωή του ως ποδοσφαιριστής.
Συνέντευξη στη Λένια Καρατζιά / Ο Φιλελεύθερος
Λίγα μόνο χιλιόμετρα μακριά από τη Λευκωσία, στη Μια Μηλιά, ο Σωτήρης Καϊάφας είδε το πρώτο φως της ζωής. Το χωριό του θεωρείτο φυτώριο ποδοσφαιριστών, αφού πολλοί μεγάλοι παίκτες κατάγονταν από εκεί. Γεννημένος το 1949, το πρώτο γήπεδο της ζωής του ήταν η αυλή της εκκλησίας του Άη Γιάννη. Εκεί μαζεύονταν τα παιδιά για να περάσουν όμορφες, ανεπανάληπτες και αξέχαστες στιγμές, κλωτσώντας μια λαστιχένια μπάλα και όταν δεν την είχαν ούτε αυτή, τους αρκούσε και η χειροποίητη, φτιαγμένη από κομμάτια ρούχων. Από την παρέα αυτή, ο Σωτήρης θυμάται «τον Ροτσίδη της Ομόνοιας, τους Αριστείδου, Ματσουκάρη, Καψό, Μητσίδη και Κωστάκη του Ολυμπιακού, τον Μιαμηλιώτη του ΑΠΟΕΛ και της ΕΠΑ…». Καθοδηγούμενος μονάχα από το ένστικτο και την αγάπη του για το ποδόσφαιρο, ο Σωτήρης κατάφερε να εδραιωθεί στην πρώτη κατηγορία του κυπριακού πρωταθλήματος στη μεγάλη ομάδα της Ομόνοιας το 1966. Οι γνώσεις που είχε για το ποδόσφαιρο λιγοστές. Κάποιους παίκτες τους ήξερε μόνο από τις συλλεκτικές κάρτες ομάδων που μάζευε με τους φίλους του. «Ακούγαμε για τον Σιδέρη από την Ελλάδα, από την Κύπρο τον Λυμπουρή, τον Κρυστάλλη, τον Ζάγγυλο, ποδοσφαιριστές γνωστοί την εποχή εκείνη. Ακουστά είχαμε ακόμα τον Κοβή και τον Σιαηλή της Ανόρθωσης, τον Έσο, τον Κώστα, τους οποίους βλέπαμε μόνο από τις κάρτες. Ξεκινήσαμε να παίζουμε μπάλα από μόνοι μας γιατί μας άρεσε». Βέβαια η μάνα του, η κυρία Μαρία δεν τον ήθελε ποδοσφαιριστή, τον προτιμούσε «γραμματικό», αλλά τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει ένα μεγάλο ταλέντο από το να εκπληρώσει το πεπρωμένο του
ΟΤΑΝ ΠΗΓΕ ΣΤΗΝ ΟΜΟΝΟΙΑ
Στα 14 του πήγε για πρώτη φορά στο γήπεδο για να δει την Ομόνοια και στα 15 του αποφάσισε από μόνος του να δοκιμαστεί στο Τριφύλλι. «Πηγαίναμε για προπονήσεις μία με δύο φορές τη βδομάδα. Μου άρεσε γιατί έβλεπα και από κοντά τα μεγάλα ονόματα της ομάδας: Κώστα, Έσο, Αντωνάκη, Μελή, Δρόσο Καλοθέου και άλλους. Κάποιες φορές δεν μπορούσαμε να πάμε προπόνηση, με αποτέλεσμα την επόμενη φορά ο προπονητής να μας διώχνει. Εκείνη η πρώτη χρονιά τελείωσε χωρίς ακόμα να παίξω. Τον επόμενο όμως χρόνο, στην ηλικία των 16, πηγαίναμε πιο τακτικά στις προπονήσεις και ξεκίνησα να παίζω στα δεύτερα. Όταν ήρθε ο μεγάλος Βούλγαρος προπονητής Πατσιάτσιεφ, ξεχώρισε κάποια νεαρά παιδιά ανάμεσά τους κι εγώ. Στελλάκης Ανδρονίκου, Άντρος Χαραλάμπους, Ρωσσίδης, Άντρος Ευσταθίου και αρκετοί άλλοι. Ήμασταν περίπου 8 – 10 μαθητές, κάτι το οποίο βόλευε τον Πατσιάτσιεφ γιατί όποτε είχαμε αργία μάς έπαιρνε γύρω στις 10 το πρωί και μας έκανε ατομική προπόνηση. Όταν με είδε έτσι λεπτό, ψηλό, ξεκίνησε δειλά-δειλά να με προπονεί, δίνοντας βάρος στις κεφαλιές. Στο μεταξύ στα δεύτερα έπαιζα αμυντικός. Ο Πατσιάτσιεφ όμως ήθελε να παίζω σέντερ φορ. Εγώ προτιμούσα τη θέση του σέντερ μπακ και έτσι συνέχισα τη χρονιά παίζοντας μια σέντερ μπακ και μια σέντερ φορ. Την επόμενη περίοδο έφυγε ο Πατσιάτσιεφ και ήρθε ο Ούγγρος Βάργκα». Ο προπονητής που προώθησε στην πρώτη ομάδα την περίφημη εξάδα: Καϊάφας, Ροτσίδης, Α. Χαραλάμπους, Κόκος Αντωνίου, Στελλάκης, Χριστάκης.
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
Το 1967 ήταν η χρονιά που έχασε τον πατέρα του Κώστα, ο οποίος είχε αρχίσει ήδη τη δουλειά με τα τούβλα και όλη η οικογένειά του, μαζί και ο ίδιος, εργάζονταν στο εργοστάσιο. Στην αρχή της ποδοσφαιρικής περιόδου ’67 – ’68, ο Σωτήρης δεν παρουσιάστηκε στις προπονήσεις. Ωστόσο ένα Σάββατο που η ομάδα θα αντιμετώπιζε σε φιλικό αγώνα τη Νέα Σαλαμίνα στο Βαρώσι, τον κάλεσαν να παίξει έστω και απροπόνητο. «Στο πρώτο ημίχρονο μας διέλυσαν 3 – 0. Εγώ ήμουν στον πάγκο. Στο δεύτερο ημίχρονο ο Βάργκα έκανε 5 – 6 αλλαγές και μου εμπιστεύθηκε τη θέση του κεντρικού αμυντικού με το Νο 4, δίπλα στον Κώστα. Στόχος μου η εξουδετέρωση του Κότροφου που μας είχε κάνει τη ζημιά. Πέτυχα απόλυτα στην αποστολή μου. Μάλιστα συνέβαλα και στην ανατροπή του σκορ αφού τελείωσε 3 – 3». Από το παιχνίδι εκείνο καθιερώθηκε στη θέση του σέντερ μπακ μαζί με τον Κώστα. Ξεκίνησε το πρωτάθλημα και έπαιζε πλέον ως βασικός στην ενδεκάδα. Η απόδοσή του ανεβαίνει κατακόρυφα και το Μάιο του 1968 καλείται στην Εθνική Κύπρου ως αμυντικός.
ΒΡΟΧΗ ΤΕΡΜΑΤΩΝ
Λόγω της δυστοκίας που είχε η Ομόνοια, τη σεζόν ’67 – ’68, ο προπονητής αποφάσισε στα τελευταία τέσσερα παιχνίδια, αφού του έδωσε την ιδέα ο Πλουτής, διεθνής χαφ που μεταπήδησε από τον Ορφέα στην Ομόνοια, να περάσει τον Καϊάφα μπροστά με το Νο 9. Η βροχή των τερμάτων αρχίζει. Στα τελευταία τέσσερα παιχνίδια, ο Σωτήρης έβαλε δύο γκολ της ΑΕΛ, τρία της Σαλαμίνας, πέντε της Αλκής και ένα του Άρη. Έντεκα γκολ σε τέσσερες μόλις αγώνες. Η φανέλα με το Νο 9 ήταν αυτή που έφερε τη δόξα και στην Ομόνοια και στον ίδιο, στα 20 χρόνια που έπαιξε με το τριφύλλι στο στήθος.
ΣΕΝΤΕΡ ΦΟΡ Ή ΣΕΝΤΕΡ ΜΠΑΚ;
Την επόμενη χρονιά ξαναήρθε ο Πατσιάτσιεφ και συνεχίστηκε η γνωστή ιστορία: σέντερ φορ ή σέντερ μπακ, με τον Σωτήρη να προτιμά το δεύτερο. Για το θέμα αυτό επήλθε «διχασμός», κάποιοι υποστήριζαν ότι ο Καϊάφας είναι σέντερ φορ και κάποιοι άλλοι ότι είναι γεννημένος σέντερ μπακ. Έγιναν τόσες πολλές συζητήσεις και με τον προπονητή του, που στο τέλος πίστεψε και ο ίδιος ότι μπορεί να καθιερωθεί σαν σέντερ φορ.
Η ΧΡΥΣΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ
Το 1971 – 72 ήρθε προπονητής στην Ομόνοια ο Τάσκοφ, ο Καϊάφας συνέχισε ως σέντερ φορ, σημείωσε 13 γκολ, αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ και η Ομόνοια πήρε το νταμπλ μετά από έξι ολόκληρα χρόνια (65 – 66). Ήταν τότε που γεννήθηκε και το σύνθημα Ομόνοια-Λαός-Πρωτάθλημα. «Στην προτελευταία αγωνιστική 71 – 72, νικήσαμε τη Σαλαμίνα με 1 – 0 και κάναμε το γύρο του θριάμβου κάτω από τις ιαχές “Ομόνοια-Λαός-Πρωτάθλημα”. Μετά το ματς γιορτάσαμε στο σωματείο την κατάκτηση του τίτλου και στη συνέχεια ξεφαντώσαμε στα μπουζούκια. Δεν θέλαμε να τελειώσει ποτέ εκείνη η νύχτα». Η επόμενη δεκαετία προδιαγραφόταν χρυσή για την Ομόνοια. Ούτε μια χρονιά δεν πέρασε που να μην κατακτήσει ένα, δύο ή και τρεις τίτλους, ενώ ο Καϊάφας συχνά αναδεικνυόταν πρώτος σκόρερ.
25 ΛΙΡΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΙΣΟ ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΟ
Οι Κύπριοι ποδοσφαιριστές πριν 20 – 25 χρόνια δεν έπαιζαν ποδόσφαιρο για τα λεφτά. Παρά μόνο χάρη της αγάπης τους για το άθλημα, για τον κόσμο, τη φανέλα, την ομάδα. Δούλευαν από το πρωί μέχρι το απόγευμα, μετά πήγαιναν για προπόνηση τρεις φορές την εβδομάδα στα «σκληρά» γήπεδα και την Κυριακή έπρεπε να είναι έτοιμοι να παίξουν μπάλα. «Από το 1975 και μέχρι το 1984, που σταμάτησα το ποδόσφαιρο, έπαιρνα 25 λίρες το μήνα από την Ομόνοια, ουσιαστικά το μισθό μισού υπαλλήλου. Με την έννοια ότι έχανα κάποιες ώρες από τη δουλειά μου, το μαγαζί με τα υλικά οικοδομής. Όμως ποτέ δεν ζήτησα κάτι περισσότερο γιατί δεν παίζαμε για τα λεφτά. Στις 25 Αυγούστου του 1984 έκανα την τιμητική μου με την ομάδα του ΑΠΟΕΛ. Είχε 17 χιλιάδες κόσμο, στην οποία έβαλαν το εισιτήριο χαμηλά, ενάμιση λίρα αν θυμάμαι καλά». Μπορεί ο Σωτήρης Καϊάφας να σταμάτησε να παίζει μπάλα, όμως η Ομόνοια, λίγα χρόνια μετά, συνέχισε και πάλι με Καϊάφα στην ενδεκάδα. Τον γιο του Κώστα, έναν επίσης μεγάλο ποδοσφαιριστή της ομάδας που άφησε εποχή.
ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΠΑΠΟΥΤΣΙ
Δυο ήταν οι μεγαλύτερες στιγμές της καριέρας του. Η απονομή του χρυσού παπουτσιού στη Γαλλία, για την ποδοσφαιρική σεζόν 1975 – 1976, αφού είχε σημειώσει 39 τέρματα καθώς και το παιχνίδι με τον Άγιαξ το 1980, όπου η Ομόνοια νίκησε 4 – 0, με δυο τέρματα του Σωτήρη Καϊάφα. Μια φανταστική νύχτα όχι μόνο για την Ομόνοια αλλά και για ολόκληρη την Κύπρο.
ΠΟΙΟΣ ΕΝ ΤΟΥΤΟΣ Ο ΚΑΪΑΦΑΣ;
Τέλος της σεζόν ’67 – ’68 και η Ομόνοια παίζει με τη Νέα Σαλαμίνα, μια αγωνιστική πριν το τέλος. Είναι μόλις ο τρίτος αγώνας όπου ο Σωτήρης παίζει ως σέντερ φορ.
«Ανάμεσα στους πολλούς θεατές στις κερκίδες βρίσκεται και ο Δρόσος, ο συμπαίκτης μου που δεν έπαιζε εκείνη τη μέρα. Άρχισε το ματς και οι Ερυθρόλευκοι προηγήθηκαν με 1 – 0. Τότε κάποιος κύριος, που καθόταν δίπλα από τον Δρόσο, αναφώνησε: “Ποιος εν τούτος ο Καϊάφας σιόρ τζιαι βάλαν τον σέντερ φορ;” Ο Δρόσος ενοχλήθηκε και του απάντησε: “Τώρα θα δεις ποιος είναι”».
Στον αγώνα έκανε το ντεμπούτο του ο Νίκος Χαραλάμπους και σε έναν κόρνερ που εκτέλεσε, ξεπετάχτηκα και ισοφάρισα 1 – 1 με κεφαλιά. Σε πέντε λεπτά κερδίσαμε άλλο κόρνερ, το εκτέλεσε ο Κόκος Αντωνίου και έκανα το 2 – 1, πάλι με κεφαλιά.
Στην εξέδρα των επισήμων, ο κύριος που καθόταν δίπλα από τον Δρόσο δεν άντεξε, πετάχτηκε πάνω και φώναξε: «Μπράβο ρε αδέρφι». Ήταν ο αδελφός μου, ο γιατρός ο Αντώνης, που προηγουμένως είχε… δουλέψει τον Δρόσο κανονικά. Μετά την αποκάλυψη ο Δρόσος σιγομουρμούριζε συνεχώς: «Μα περιπαίζεις με σιόρ». Το τελικό σκορ έγινε 3 – 1, αφού πέτυχα και τρίτο γκολ.