Home ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ Κάποια μεσάνυκτα…

Κάποια μεσάνυκτα…

det_mesanykta


Του Πέτρου Παπαγιώργη – 24sports.com.cy

Ο πενηνταπεντάρης οπαδός της Ομόνοιας κάθεται συνοφρυωμένος κάπου στη Δυτική κερκίδα του ΓΣΠ. Στη συνηθισμένη του θέση, την εκ του εισιτηρίου διαρκείας προερχόμενη. Χρόνια τώρα φροντίζει να το προμηθεύεται. Δεν προτιμά την τηλεόραση. Θέλει να βλέπει την ομάδα του, για να έχει την αμεσότητα και την πιο έντονη αίσθηση της συμμετοχής στην όλη  προσπάθεια. Τρόπος του λέγειν δηλαδή. Γιατί η συμμετοχή μένει στο στάδιο της πρόθεσης. Ο άνθρωπος αυτός βλέπει χωρίς να κοιτάει. Γιατί δεν αντέχει. Ο 20χρονος γιος του, που είναι μαζί του παρακολουθεί τον αγώνα. Αυτός δεν έχει θύμησες.

Ο πατέρας όμως είναι πλημυρισμένος από δαύτες. Το μυαλό του δραπετεύει από το παιχνίδι και οδεύει προς το καταφύγιο των γλυκών αναμνήσεων (για να προστατευτεί από τις εικόνες του παρόντος). Που τις βλέπει και σπαράζει η ψυχή του.

Βάζει όπισθεν. Και αναπολεί τη δεκαετία του 70. Την περίοδο της εφηβείας του. Που δεν έβλεπε την ώρα να φύγει από το σπίτι, (ούτε λόγος για φαγητό, αφού υπήρχε το σάντουιτς του Γιαπανά στο περίπτερο), να βρει την παρέα του για να πάνε στο πάλαι ποτέ ΓΣΠ, μεσημεριάτικα,  για να προλάβουν θέση να δουν τα…«δεύτερα» ( τότε οι μικροί έπαιζαν πριν τους μεγάλους) για να τους απολαύσει. Τότε, που τα «δεύτερα» αποτελούντο από ταλεντάρες και η ομάδα ήταν στην κυριολεξία φυτώριο. Αν έβρισκαν χώρο στην κερκίδα, ήταν τυχεροί. Αν όχι, έμεναν στριμωγμένοι στο κιγκλίδωμα και έβλεπαν το ματς από κει. Ότι …προλάβαιναν. Αν η φάση ήταν στην γωνία που τους βόλευε…καλώς. Αν ήταν στην άλλη γωνία,… έβγαζαν συμπέρασμα από τις αντιδράσεις των υπολοίπων.

Θυμάται το γήπεδο να γεμίζει πολλή ώρα πριν την έναρξη και το περιτείχισμα κατειλημμένο από κόσμο στα σημεία που δεν υπήρχαν διαφημίσεις. Κατειλημμένες επίσης οι ταράτσες και τα μπαλκόνια των γύρω πολυκατοικιών. Θυμάται τον μπουρλοτιέρη Ανδρέα Κανάρη να ξεχύνεται από την αριστερή πλευρά και να στέλνει σέντρα- λουκούμι στον Σωτήρη Καϊάφα. Πανηγύριζε προκαταβολικά. Γιατί ήξερε ότι η μπάλα θα ξετίναζε τα αντίπαλα δίκτυα. Θυμάται τον αρχηγό, το Νίκο Χαράλαμπους να υποδέχεται μεγαλόπρεπα τη μπάλα με το στήθος, να την κατεβάζει, να την «κολλά» στο πόδι και να δίνει το σύνθημα μιας νέας επίθεσης, που σκόρπιζε τρόμο στον αντίπαλο. Θυμάται το «διπλό κλατς» του καραφλού δεξιού εξτρέμ Στέλιου Ροτσίδη.

Η αναπόληση συνεχίζεται. Μεταφέρεται στη δεκαετία του 80. Να τον τεράστιο Γιώργο Σαββίδη να καλπάζει σαν άτι καθαρόαιμο στο τερέν του Μακαρείου και τους αντιπάλους να τον τρέχουν (εις μάτην) από πίσω. Βλέπει τον πανύψηλο Σπας Τζεβίζοφ με το αυτοκρατορικό του στυλ να κάνει «σκόνη και θρύψαλα» την αντίπαλη άμυνα. Βλέπει τον αέρινο Ανδρέα Κάντηλο από τα δεξιά, να κάνει το «ένα- δυο» με τον Τάκη Μαυρή, να ντριμπλάρει  όποιον βρίσκει στο διάβα του και να στέλνει τη σέντρα μοιρογνωμόνιο, γεμάτη φαρμάκι.

Ήταν τα χρόνια που φώναζε με όλη τη δύναμη της ψυχής του το διαχρονικό σύνθημα, «Ομόνοια- Λαός Πρωτάθλημα». Ήξερε ότι… πρέπει να γυρίσει ο κόσμος ανάποδα για να μην ξεχυθεί για το πανηγύρι του τίτλου στους δρόμους με το κασκόλ τυλιγμένο στο λαιμό, στο τέλος του πρωταθλήματος. Ήταν τότε που  ο Ομονοιάτης είχε…βαρεθεί να πανηγυρίζει. Που η διαφορά της Ομόνοιας με τις άλλες ομάδες ήταν όπως τη μέρα με τη νύκτα. Ήταν οι δυο χρυσές δεκαετίες που η Ομόνοια έκανε συλλογή τα τρόπαια.

Από κει πέρα οι υπέροχες αναμνήσεις ξεθωριάζουν. Οι επιτυχίες συρρικνώνονται. Θυμάται όμως τις γκολάρες του Ράινερ Ράουφμαν και τα ζογκλερικά του Κώστα Μαλέκκου. Αδυνατεί όμως να συνεχίσει. Περνούν κάποια ευχάριστα από μπροστά του. Αλλά τα δυσάρεστα είναι περισσότερα. Τον πιάνει σύγκρυο. Και μεταφέρεται στην πραγματικότητα του 2014.

Το ματς (που υποτίθεται ότι έβλεπε, αλλά χαμπάρι δεν πήρε, αποστασιοποιημένος από την πραγματικότητα) είχε ήδη τελειώσει. Οι ποδοσφαιριστές με την πράσινη φανέλα και το τριφύλλι, αποχωρούν από το γήπεδο με σκυμμένα κεφάλια. Το ίδιο και αυτός. Πνίγοντας τον πόνο του, παίρνει το δρόμο της επιστροφής.

Από βδομάδας, το ΔΣ της Ομόνοιας θα ζητήσει τη συνδρομή του για τη σωτηρία της ομάδας. Θα το κάνει αγόγγυστα και αυτήν τη φορά.  Κάτι θα βρεθεί από υστέρημα του. Έτσι έκανε, μαζί με τις χιλιάδες του πράσινου λαού, το 2013, σε εκείνη την ιστορική κινητοποίηση, που όμοια της δεν θα ξαναγίνει.

Η Ομόνοια θα συνεχίσει το δρόμο της. Μέχρι που …κάποια μεσάνυκτα θα ηχήσουν δυνατά οι καμπάνες, τα βεγγαλικά θα φωτίσουν τον ουρανό και θα σπάσουν τα τύμπανα των αυτιών. Αυτή είναι, για μας τους Χριστιανούς, η «συνήθεια» της Ανάστασης. Μόνο που η Ανάσταση δεν έρχεται με…μαγικά. Θέλει δουλειά πολλή. Ούτε ανακοινώσεις διχασμού, ούτε ρητορείες του κενού, ούτε ανέξοδη κριτική. Χρειάζεται, πέρα από την αγάπη προς την ομάδα, αγώνας, θέληση, πλάνο, αποφασιστικότητα.