Το ρίσκο, η προοπτική και το στοίχημα της τεχνικής ηγεσίας για τον Ματίας Πέρες.
Του Ανδρέα Βιολάρη / Sigmalive
Ματίας Πέρες. Ο ποδοσφαιριστής που πριν από μερικά χρόνια χαρακτηρίστηκε «ο “αριστερός” Ντάνι Άλβες» και ο οποίος τον Δεκέμβριο του 2008 βρέθηκε πολύ κοντά στο να φορέσει τη φανέλα της Μπαρσελόνα. Έξι μήνες νωρίτερα, ο Πεπ Γουαρδιόλα ανέλαβε την τεχνική ηγεσία των «μπλαουγκράνα» και μια από τις πρώτες οδηγίες που έδωσε στο τμήμα σκάουτινγκ ήταν η στενή παρακολούθηση του 23χρονου τότε Ουρουγουανού ακραίου μπακ. Μπορεί ο Πέρες να μην είχε αγωνιστεί μέχρι τότε στην Εθνική ομάδα της χώρας του, ο Καταλανός τεχνικός όμως είδε εκείνα τα στοιχεία που έψαχνε για να τον χρίσει αντικατάσταση του Αμπιντάλ, όταν θα ερχόταν η ώρα να αποχωρήσει ο τελευταίος από το «Καμπ Νόου». Μετά από πολύμηνη αξιολόγηση, ο Γουαρδιόλα έδωσε το «ΟΚ» και τον Δεκέμβριο του 2008 ο Μπεκιριστάιν (τεχνικός διευθυντής) άρχισε τις επαφές με τον μάνατζερ και την ομάδα του Πέρες. Πρόθεση του Πεπ ήταν η απόκτηση του Ουρουγουανού και άμεσος δανεισμός του σε άλλη ομάδα για να πάρει τις απαραίτητες εμπειρίες.
Παρά το έντονο φλερτ, ο γάμος δεν έγινε ποτέ.
Ούτε το υπερατλαντικό ταξίδι, προς Βαρκελώνη μεριά. Η μοίρα τα έφερε με τέτοιον τρόπο, που το μεγάλο ταξίδι για την Ευρώπη ήρθε εφτά χρόνια αργότερα. Και όχι φυσικά για λογαριασμό της Μπαρσελόνα, αλλά για… τα μάτια της Ομόνοιας. Την περασμένη εβδομάδα ο 29χρονος Ουρουγουανός αριστερός αμυντικός είπε το «ναι» στην πρόταση του «τριφυλλιού» και ετοιμάζεται να παίξει μπάλα στη Γηραιά Ήπειρο. Η αναφορά μας περί ρίσκου έχει να κάνει ακριβώς με αυτήν την παράμετρο. Ότι ο Πέρες θα παίξει για πρώτη φορά μπάλα στην Ευρώπη. Η τεχνική ηγεσία γνωρίζει ότι ενδεχομένως να χρειαστεί υπομονή και μεγαλύτερος χρόνος για να προσαρμοστεί ο παίκτης στα ευρωπαϊκά δεδομένα και ειδικότερα στην κυπριακή ποδοσφαιρική πραγματικότητα. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να έχει στο μυαλό του και ο κόσμος της Ομόνοιας, για να μην προτρέξει να «σκαρτάρει» τον ποδοσφαιριστή στην πρώτη ή δεύτερη ενδεχόμενη κακή εμφάνιση. Όπως είχε κάνει στο πρόσφατο παρελθόν και με άλλους παίκτες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ένας άλλος αριστερός μπακ. Ο Άντονι Σκαραμοτσίνο. Μουρμουρητά και αποδοκιμασίες στις πρώτες εμφανίσεις του, χειροκρότημα και αποθέωση στη συνέχεια.
Παραστάσεις από πρωταθλητισμό
Μπορεί ο Ουρουγουανός μπακ να μην έχει παίξει στο παρελθόν μπάλα στην Ευρώπη, έχει όμως παραστάσεις από άλλα πρωταθλήματα πέραν από αυτό της χώρας του. Ξεχωρίζει φυσικά η παρουσία του στο ανταγωνιστικότερο και πιο δύσκολο πρωτάθλημα της Λατινικής Αμερικής, αυτό της Αργεντινής, πρώτα στην Άρσενα Σαράντι (2009-10) και πιο πρόσφατα στην Κίλμες (2013-14). Στα συν και το γεγονός ότι είναι γαλουχημένος σε συνθήκες πρωταθλητισμού και έχει κατακτήσει τίτλους, αφού αγωνίστηκε στη μεγαλύτερη ομάδα της Ουρουγουάης, την Πεναρόλ των 49 τίτλων πρωταθλήματος (!), καθώς και σε μιαν από τις «Big Three» της Χιλής, την Ουνιβερσιδάδ ντε Τσίλε.
Μπακ που σκοράρει
Οι παραστάσεις από πρωταθλητισμό έπαιξε σημαντικό ρόλο για να προτιμηθεί έναντι των υπόλοιπων υποψηφίων για τη θέση του αριστερού μπακ. Τον σημαντικότερο ρόλο όμως έπαιξαν τα τεχνικά του χαρίσματα και το παιχνίδι του Ουρουγουανού. Ο Πέρες ανήκει στην κατηγορία των σύγχρονων επιθετικών φουλ – μπακ. Κατηγορία που ουσιαστικά εισήχθη στο σύγχρονο ποδόσφαιρο τη δεκαετία του ΄90, με τους Βραζιλιάνους Ρομπέρτο Κάρλος και Καφού να είναι οι πρώτοι διδάξαντες.
Ο Ματίας Πέρες βοηθά τα μέγιστα στη δημιουργία αλλά και το τελείωμα των φάσεων. Κατά τη διάρκεια του αγώνα μπορεί να γίνει και ακραίος επιθετικός. Είναι παίκτης που «οργώνει» όλη την αριστερή πτέρυγα, έχει στο ρεπερτόριό του το overlap, συγκλίνει προς τον άξονα, πατά το αντίπαλο «κουτί» και σκοράρει. Προέρχεται μάλιστα από την πιο παραγωγική του σεζόν, αφού με τη φανέλα της Γιουβεντούντ πέτυχε πέντε γκολ! Σκόραρε με απευθείας εκτελέσεις φάουλ, με σουτ έξω από την περιοχή, αλλά και μέσα από την περιοχή. Έχοντας γράψει τα πιο πάνω, εύκολα μπορεί να αντιληφθεί ο καθένας ότι η απόκτηση του Πέρες είναι μια εξαιρετική επιλογή, σε θεωρητικό τουλάχιστον επίπεδο. Το θέμα όμως είναι τι γίνεται στην πράξη. Δεν είναι τόσο απλό για έναν ποδοσφαιριστή να ταξιδέψει περισσότερα από 10.000 χιλιόμετρα για να παίξει μπάλα σε μια εντελώς άγνωστη χώρα και ομάδα γι’ αυτόν. Αυτό είναι το ρίσκο, αλλά και το στοίχημα του Κώστα Καϊάφα και των συνεργατών του. Αν θα το κερδίσουν ή όχι, θα το μάθουμε στην πορεία.