Συνέντευξη στο περιοδικό Down Town και την Κωνσταντίνα Γεωργίου παραχώρησε ο Κίλιαν Σέρινταν.
Ένας ποδοσφαιριστής που ξεκίνησε παίζοντας μπάσκετ, χαλαρώνει με το γκολφ και δηλώνει ότι σπεσιαλιτέ του είναι τα σπαγγέτι μπολονέζ. Προφανώς, ο Κίλιαν Σέρινταν είναι ένας άνθρωπος που δεν ακολουθεί τα κλισέ. Άλλωστε, αυτό το απέδειξε κι όταν «μετακόμισε» στην ΟΜΟΝΟΙΑ, μετά από δυο χρόνια στον Αποελ.
Πώς είναι να αγωνίζεσαι με την «αιώνια αντίπαλο», της μέχρι πρότινος ομάδας σου;
«Είναι λίγο περίεργο. Πάντα είναι διαφορετικό όταν αλλάζεις ομάδα. Ειδικά όταν αυτή είναι στη ίδια πόλη με την προηγούμενή σου ομάδα. Το συνηθίζεις όμως. Άλλωστε, ήμουν προετοιμασμένος».
Απογοητεύτηκες που ο Αποελ, δεν ήθελε να ανανεώσει το συμβόλαιό σου;
«Προφανώς. Ο καθένας απογοητεύεται όταν του λένε ότι δεν τον θέλουν πια. Σε κανέναν δεν αρέσει να τον παρατάνε. Από τη στιγμή, λοιπόν, που με άφησαν να φύγω, έπρεπε να ξεκινήσω από την αρχή και να βρω μια καινούρια ομάδα. Ενδιαφέρθηκαν και άλλες ομάδες, αλλά αισθάνθηκα ότι η διοίκηση και ο προπονητής της ΟΜΟΝΟΙΑΣ, μου έδωσαν μεγαλύτερη σημασία. Δεν σου κρύβω ότι ένιωσα καλά όταν είδα πως υπήρξε ενδιαφέρον για μένα από αρκετές ομάδες. Η ΟΜΟΝΟΙΑ ήταν επίμονη. Ζύγισα τα δεδομένα κι είμαι ευτυχής που αποφάσισα να γίνω μέλος της».
Φαντάζομαι πως όταν λες είναι περίεργο, είναι επειδή εκείνοι που σε ζητωκραύγαζαν μέχρι πρόσφατα, τώρα σε γιουχαΐζουν;
«Όταν είμαι εντός αγωνιστικού χώρου, ξέρω τι να περιμένω. Στον δρόμο, όμως, εξακολουθούν να με πλησιάζουν οι οπαδοί του Αποελ και να μου κάνουν καλά σχόλια. Το ίδιο ισχύει και για τους οπαδούς της ΟΜΟΝΟΙΑΣ, που με έχουν αγκαλιάσει από την πρώτη στιγμή».
Πώς σε υποδέχθηκαν οι συμπαίκτες σου, οι οποίοι πριν από λίγο καιρό ήταν «εχθροί» σου;
«Το ίδιο με τους οπαδούς. Η ΟΜΟΝΟΙΑ είναι μια δεμένη ομάδα. Προσωπικά, δεν μου αρέσει να κρίνω κανέναν από το πώς λειτουργεί μέσα στο γήπεδο. Γιατί μπορεί κάποιον να μην τον συμπαθείς εντός αγωνιστικού χώρου και εκτός, να είναι πολύ καλός άνθρωπος. Ωστόσο, ακόμη κάνω παρέα με πρώην συμπαίκτες μου, μιας και δέθηκα μαζί τους αυτά τα δυο χρόνια που ήμουν στον Αποελ. Γενικότερα, μου αρέσουν οι άνθρωποι εδώ».
Τι άλλο σου αρέσει στην Κύπρο;
«Με το που ήρθα, όλοι με αντιμετώπισαν πολύ φιλικά. Στο παρελθόν, είχα αγωνιστεί στη Βουλγαρία. Εκεί, η κουλτούρα και οι άνθρωποι διαφέρουν. Ίσως εσείς να είστε πιο εγκάρδιοι, επειδή η Κύπρος είναι ένας τουριστικός προορισμός. Όλοι είναι ιδιαίτερα εξυπηρετικοί. Πίσω στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι άνθρωποι βοηθάνε, αλλά πρέπει να έχουν λόγο για να το κάνουν».
Γνώριζες τίποτα για την Κύπρο, προτού υπογράψεις με τον Αποελ;
«Όχι, παρά μόνο ότι είναι ένα νησί κοντά στην Ελλάδα, κατάλληλο για διακοπές. Το είχα ακουστά, καθώς οι συμπατριώτες μου, συνήθως το επιλέγουν γι’ αυτό το σκοπό».
Από ποια ηλικία, ταξιδεύεις από χώρα σε χώρα;
«Από τα 17 μου. Τότε, άφησα την Ιρλανδία για τη Σκωτία. Σε ηλικία 21 ετών, μετακόμισα στη Βουλγαρία και μετά επέστρεψα στη Σκωτία για ακόμη έναν χρόνο. Στη συνέχεια, ήρθα στην Κύπρο. Ποτέ, όμως, δεν είχα θέμα με τις μετακομίσεις. Κάθε άνθρωπος, τις χειρίζεται διαφορετικά. Σε κάποιους, λείπει περισσότερο η πατρίδα τους, απ’ ό,τι σε κάποιους άλλους».
Εσύ, τι πεθυμάς περισσότερο από την Ιρλανδία;
«Τον καιρό. Εκεί, είναι πιο κρύο. Δεν λέω πως δεν μου αρέσει ο ήλιος, αλλά μερικές φορές όταν έχουμε προπόνηση, ιδίως τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, είναι λες και κάνω σάουνα».
Ποιο μέρος προτιμάς περισσότερο, απ’ αυτά που αγωνίστηκες;
«Νομίζω, τη Γλασκώβη και μετά την Κύπρο. Αν είχα, όμως, να επιλέξω τώρα να αγωνιστώ ανάμεσα στη Σκωτία και στην Κύπρο, θα επέλεγα τη δεύτερη».
Φαντάζεσαι, δηλαδή, τη ζωή σου εδώ;
«Για τα επόμενα δυο χρόνια, σίγουρα. Έχω συμβόλαιο με την ΟΜΟΝΟΙΑ. Με το ποδόσφαιρο, άλλωστε, ποτέ δεν ξέρεις. Δεν μπορείς να κάνεις μακροπρόθεσμα σχέδια».
Θεωρείς ότι είναι αυξημένη η βία στα κυπριακά γήπεδα, σε σχέση με το εξωτερικό;
«Νομίζω, πως ναι. Δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει για να καταπολεμηθεί. Το σίγουρο είναι ότι είναι ενοχλητικό όταν διακόπτεται ο αγώνας, λόγω επεισοδίων».
Εσύ, καταφέρνεις να διατηρείς την ψυχραιμία σου;
«Σε γενικές γραμμές, ναι. Αλλά, δεν τα καταφέρνω πάντα. Ειδικά όταν συμβεί κάτι άδικο, με την αδρεναλίνη να βρίσκεται στα ύψη κατά τη διάρκεια του αγώνα. Όλοι, άλλωστε, θέλουμε τη νίκη».
Ποια είναι η γνώμη σου για το επίπεδο του κυπριακού ποδοσφαίρου;
«Ομολογώ πως είναι πολύ καλύτερο απ’ ό,τι περίμενα. Στην αρχή, το είχα υποτιμήσει. Γι’ αυτό και δεν έπαιζα τόσο καλά. Γενικότερα, οι ομάδες του Ηνωμένου Βασιλείου υποτιμάνε ομάδες από μικρές χώρες. Γι’ αυτό και χάνουν στα ευρωπαϊκά παιχνίδια, καθώς σ’ αυτές παίζουν αρκετοί Βραζιλιάνοι και Πορτογάλοι παίκτες. Παράλληλα, δυσκολεύτηκα να συνηθίσω τη ζέστη».
Από τη στιγμή που υποτιμούσες το επίπεδο του ποδοσφαίρου και δεν ήξερες τίποτα για τον τόπο, στην τελική, τι ήταν αυτό που σε έκανε να έρθεις;
«Δεν περνούσα καλά εκείνο το διάστημα στη Σκωτία. Επιπλέον, μου αρέσει να ταξιδεύω. Τον καιρό που αγωνιζόμουν στη Βουλγαρία, είπα ότι αν μπορώ να ζήσω εκεί που δεν μου αρέσει, τότε μπορώ να ζήσω παντού».
Θέλεις να πεις ότι δεν είναι δύσκολο να προσαρμόζεσαι κάθε φορά σε νέα δεδομένα;
«Ειδικά στην Κύπρο, για μένα ήταν εύκολο. Όλοι μιλάνε αγγλικά. Οπότε, η γλώσσα δεν μου στάθηκε εμπόδιο και κατάφερα να προσαρμοστώ σχεδόν αμέσως. Επιπλέον, στην Κύπρο, οδηγάτε στην ίδια πλευρά του δρόμου με την Ιρλανδία. Με βοήθησε και το γεγονός ότι έμαθα από το διάστημα που ζούσα στη Σόφια, τι πρέπει να κάνω και τι όχι σ’ ένα μικρό μέρος, που λίγο-πολύ όλοι γνωρίζονται αναμεταξύ τους».
Αυτό δεν είναι εκνευριστικό;
«Φυσικά. Όλοι δεν θέλουν να κάνουν ό,τι τους αρέσει; Τουλάχιστον εδώ, δεν είναι τόσο επικριτικοί».
Αλήθεια, από μικρός ήθελες να γίνεις ποδοσφαιριστής;
«Ναι. Βέβαια, το πρώτο άθλημα που αγάπησα ήταν το μπάσκετ. Στην Ιρλανδία, έχουμε ένα άθλημα που ονομάζεται gaelic football. Οπότε, μικρός, άρχισα να ασχολούμαι μαζί του. Στα 11, όταν ήθελα να παίξω ποδόσφαιρο, έπρεπε κάθε σαββατοκύριακο να ταξιδεύω μέχρι το Δουβλίνο, ενάμιση ώρα δρόμο, γιατί στην περιοχή μου έπαιζαν μόνο gaelic football και ήταν δύσκολο να με προσέξει κάποιος. Τα Σάββατα είχα προπόνηση και τις Κυριακές, αγώνα».
Αυτό σημαίνει ότι είχες την αμέριστη στήριξη των δικών σου, προκειμένου να γίνεις ποδοσφαιριστής;
«Ναι, αλλά επειδή και οι δυο είναι δάσκαλοι, ήθελαν πρώτα να τελειώσω το σχολείο. Αμέσως μετά, έφυγα για να αγωνιστώ στη Σκωτία».
Είσαι ευχαριστημένος με όσα έχεις κάνει, αυτά τα εννιά χρόνια που είσαι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής;
«Ναι. Θα ήθελα, όμως, να τα πήγαινα καλύτερα όσο ήμουν στη Σέλτικ. Ίσως, να έπαιζα περισσότερο στην πρώτη ομάδα».
Έχεις σκεφτεί τι θα κάνεις όταν τελειώσει η ποδοσφαιρική σου καριέρα, παρόλο που έχεις χρόνια ακόμη μπροστά σου;
«Δεν ξέρω τι θα κάνω. Ούτε πώς θα νιώθω σε δέκα χρόνια, από τώρα. Ακόμη, είμαι 26 χρονών. Δεν νομίζω, όμως, ότι θα γίνω προπονητής, όπως η πλειοψηφία των ποδοσφαιριστών».
Όταν δεν παίζεις ποδόσφαιρο, τι σου αρέσει να κάνεις;
«Παρακολουθώ πολλές ταινίες, τόσο στο σπίτι, όσο και στο σινεμά. Επίσης, μου αρέσει να πηγαίνω στην Πάφο, για να παίζω γκολφ. Με χαλαρώνει».
Αυτό κι αν δεν περίμενα να ακούσω. Μην μου πεις ότι μαγειρεύεις κιόλας;
«Θα στο πω. Έμαθα να μαγειρεύω όταν μετακόμισα στη Γλασκώβη. Την πρώτη χρονιά, έμενα μ’ έναν συμπαίκτη μου μαζί με μια οικογένεια. Συνήθως, οι ομάδες εκεί, βρίσκουν στους παίκτες τους από το εξωτερικό, μια οικογένεια για να τους φιλοξενεί. Τη δεύτερη χρονιά, προτίμησα να μείνω μόνος. Αναγκαστικά, έπρεπε να μάθω να μαγειρεύω».
Και ποια είναι η σπεσιαλιτέ σου;
«Νομίζω, τα σπαγγέτι μπολονέζ».
Παρόλο, που έχεις στήσει τη ζωή σου εδώ, υπάρχουν φορές που αισθάνεσαι μοναξιά;
«Όχι, γιατί δεν μένω μόνος. Συγκατοικώ με την κοπέλα μου, τη Jodie, που είναι Σκωτσέζα. Της αρέσει κι εκείνης πολύ εδώ. Το σίγουρο είναι ότι της αρέσει περισσότερο ο ήλιος, απ’ ό,τι σε μένα (γέλια)».
Πόσα χρόνια, είστε μαζί;
«Τέσσερα».
Ο γάμος, περιλαμβάνεται στα άμεσα σχέδια σας;
«Νομίζω πως είναι νωρίς για εμάς. Εγώ είμαι 26 και η Jodie 24. Ξέρω πως εδώ συνήθως οι ποδοσφαιριστές παντρεύονται μικροί, αλλά εμείς θεωρούμε ότι είμαστε πολύ νέοι. Έχουμε πολλά πράγματα να κάνουμε ακόμη»…
Πηγή συνέντευξης: goal.com.cy