Στο επίπεδο του ποδοσφαίρου, το βράδυ της Τετάρτης στο “Παρκ ντε Πρενς” συγκρούονται δύο από τις ευρωπαϊκές ομάδες με την μεγαλύτερη δυναμική στο φετινό Champions League – δύο ομάδες που καίγονται να φτάσουν σε αυτή την επιτυχία, την οποία οι μεγαλομέτοχοί τους οραματίζονται εδώ και περίπου μια δεκαετία. Στο παρασκήνιο, συγκρούονται δύο κόσμοι, αυτός του Κατάρ με αυτόν των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Στα μάτια της ποδοσφαιρικής βιομηχανίας το ενδιαφέρον σε αυτό το ντέρμπι έχει άλλη διάσταση: δεδομένου ότι η κατάκτηση του Champions League μοιάζει με επιταχυντή στην εξέλιξη των διαφορετικών επιχειρηματικών σχεδίων των δύο εταιρειών, της Quatar Sports Investments και της City Football Group, η αγορά ανυπομονεί να δει ποια από τις δύο ομάδες θα καταφέρει να συντηρήσει την προοπτική κατάκτησης του τροπαίου και φυσικά το πώς θα εκμεταλλευτεί, με όρους επιχειρηματικής ανάπτυξης, την πιθανή κατάκτησή του.
Διαφορετικά επιχειρηματικά μοντέλα
Εν συντομία, το επιχειρηματικό σχέδιο της City Football Group, το οποίο βασίζεται στην Μάντσεστερ Σίτι έχει ως όραμα την γιγάντωση αυτού του δικτύου ποδοσφαιρικών ομάδων που έχει δημιουργηθεί με τις New York City FC στο MLS, την Melbourne City FC στην A-League της Αυστραλίας και αρκετές συνεργαζόμενες ομάδες. Η ιδέα του γκρουπ είναι να εκμεταλλεύεται εμπορικά το δίκτυο που στήνει, με συνολικές εμπορικές συμφωνίες, και συγχρόνως να το χρησιμοποιεί προκειμένου να βρίσκει αξιόλογους ποδοσφαιριστές. Αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι το 2019 η αξία του City Football Group εκτιμήθηκε στα 4.8 δισεκατομμύρια δολάρια, καλά πάει αυτό το σχέδιο, το οποίο άρχισε να υλοποιείται περίπου προ 10ετίας.
Η ιδέα του επιχειρηματικού μοντέλου της QSI στην Παρί είναι αυτή της δημιουργίας ενός brand name που βάζει την ετικέτα του σε προϊόντα ψυχαγωγίας και μόδας. “Πουλάει” Παρίσι, συνεργάζεται με οίκους υψηλής αλλά και εμπορικής μόδας και αθλητικές εταιρείες, ποντάρει στους σούπερ σταρ “influencers” με τους οποίους συνεργάζεται εντός και εκτός τερέν, “παντρεύει” το λογότυπό της με την “Air Jordan” της Nike και εξαπλώνεται σε κάθε άθλημα (γυναικείο ποδόσφαιρο, χάντμπολ, τζούντο, esports) που αντιλαμβάνεται ότι την εξυπηρετεί στρατηγικά να φτάσει στον στόχο της που είναι η γιγάντωση ενός brand name που θα ξεφύγει από τα όρια του αθλητισμού και θα επικρατήσει στην lifestyle μόδα.
Στη διάρκεια της τελευταίας 10ετίας και οι δύο έχουν καταφέρει να μεγαλώσουν πολύ τη φήμη τους. Τόσο, που να μετρούν 98 (η Παρί) και 88 (η Σίτι) εκατομμύρια followers στις social media πλατφόρμες και να καταφέρνουν χάρη σε αυτή την ένταση που έχει αποκτήσει η ψηφιακή φωνή τους να μιλούν καθημερινά με εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον πλανήτη και να εξαργυρώνουν αυτή την απήχηση μέσα από ένα σωρό μεγάλες εμπορικές συμφωνίες. Και των δύο όμως τους λείπει πολύ το Champions League. Όχι τόσο επειδή τα αφεντικά τους, o Ταμίμ μπιν Χαμάντ Αλ Τανί και ο σεϊχης Μανσούρ έχουν δημιουργήσει εδώ και χρόνια την θέση στην τροπαιοθήκη, για χάρη της οποίας ξοδεύουν κατά μέσο όρο 153 (η Σίτι) και 132 (η Παρί) εκατομμύρια € ετησίως σε μεταγραφές κατά τη διάρκεια της τελευταίας 10ετίας. Για το επιχειρηματικό σχέδιο και των δύο, η στιγμή της κατάκτησης του Champions League έχει οριοθετηθεί ως σημείο καμπής, για τον προφανή λόγο: μεγαλύτερη εκτίναξη της δημοφιλίας και της απήχησής τους, πιο άμεση προοπτική επίτευξης των στόχων και προοπτική μεγαλύτερης επιχειρηματικής ανάπτυξης.
Μερικά χρόνια πίσω, το συντηρητικό μέρος της ευρωπαϊκής ποδοσφαιρικής κοινωνίας αντιλαμβανόταν αυτές τις δύο ομάδες ως παιχνίδια των πλούσιων αφεντικών τους. Πιθανόν να ήταν, ή τουλάχιστον να έμοιαζε κάπως έτσι στην αρχή. Στη διάρκεια της τελευταίας περίπου 8ετίας όμως τα σταθερά βήματα επιχειρηματικής ανάπτυξης τους στο ποδόσφαιρο άρχισαν να δείχνουν αυτό που σήμερα συμβαίνει. Μέσα από το Champions League, δύο μεγάλες ποδοσφαιρικές εταιρείες της νεότερης εποχής επιχειρούν να μεγαλώσουν τόσο το μέγεθός τους που αυτό να αλλάξει, με όρους εμπορικούς, για να σκαρφαλώσουν ψηλότερα στο ranking των ποδοσφαιρικών ονομάτων με την μεγαλύτερη απήχηση και να επικρατήσουν. Η διαφήμιση στη φανέλα της Παρί (65 εκατ. € ετησίως) την έφερε στην 3η θέση της ακριβότερης φανέλας πίσω από την Ρεάλ και την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ η φανέλα της Σίτι είναι σήμερα στην 5η θέση (51 εκατ. € ετησίως). Μερικά χρόνια πίσω, αυτό θα έμοιαζε με αστείο. Σήμερα είναι πραγματικότητα. Αν η αξία της φανέλας είναι ένα μέτρο σύγκρισης, όλοι καταλαβαίνουμε ότι και οι δύο επιχειρηματικές δραστηριότητες πλησιάζουν την επίτευξη των στόχων τους.
Το βράδυ της Τετάρτης ο Μαουρίτσιο Ποτσετίνο και ο Πεπ Γκουαρδιόλα δεν παίζουν μόνο για την πρόκριση στον τελικό του Champions League. Χειρίζονται κάτι πολύ περισσότερο από την αγωνιστική δυναμική των ομάδων τους. Είναι οι πιο κρίσμοι από τους project managers που πληρώνουν οι ιδιοκτήτες για την επίτευξη των επιχειρηματικών στόχων τους. Σε αυτούς όμως αναλογεί το να καταφέρουν να βάλουν στο τερέν ποδοσφαιριστές με τη διάθεση να ευχαριστηθούν το ποδοσφαιρικό παιχνίδι. Να τους ετοιμάσουν με την αγωνιστική νοοτροπία που θα τους οδηγήσει σε θετική στάση στο χορτάρι. Αν κάνουν όλες τις παραπάνω “δεύτερες” σκέψεις και αναλογιστούν πόσα παίζονται πάνω στην απόδοση της ομάδας τους στις δύο αναμετρήσεις τις ημιτελικής φάσης του Champions League θα λυγίσουν. Και οι προπονητές και οι ποδοσφαιριστές τους. Η ιδιαίτερη φύση της ποδοσφαιρικής μπίζνας σε όλο της το μεγαλείο.
Πηγη: gazzetta.gr