Κύριε κουτσοκούμνη.
Θέλω να σε ρωτήσω. Αν αύριο έρθουν και δώσουν της μάνας μου μια κασιούα και μέσα είναι τα κόκκαλα του γιου της του αγνοούμενου που ακόμα καθαρίζει τη φωτογραφία του και του λέει ότι τον περιμένει, που εδώ και 42 χρόνια η πόρτα του σπιτιού της είναι ανοιχτή πάντα για να μπει ο γιος της μέσα και να μην έρχεται ποτέ γιατί αυτή η χώρα με το μισοφέγγαρο που είχες στο στήθος σου με τόσο καμάρι και χαμόγελο φωτογραφιζόσουν, της τον σκότωσαν μαζί με άλλους 1618 λεβέντες. Όταν σε είδε αυτή η γριά πλέον να καμαρώνεις με αυτή τη φανέλα όλο το βράδυ την έβγαλε στις πρώτες βοήθειες γιατί ένιωσε τόσο πόνο και τόση αηδία που δεν το άντεξε η καρδιά της κύριε Κουτσοκούμνη. Για τον πατέρα μου δεν αναφέρουμε καθόλου κύριε Κουτσοκούμνη γιατί εδώ και πάρα πολλά χρόνια δεν άντεξε αυτό τον πόνο που αυτή η χώρα που περιφανεύεσαι και την έβαλες στο στήθος σου. ΝΤΡΟΠΗ ΣΟΥ ΚΑΙ ΠΑΛΥ ΝΤΡΟΠΗ ΣΟΥ.
Και σε ρωτώ κύριε Κουτσοκούμνη. Πώς νιώθεις απέναντι στις μάνες, στις γυναίκες και στα παιδιά των αγνοουμένων?
Σ.Γ.