Η φράση του πατέρα του που τον σημάδεψε, ο αδερφός του που ήξερε καλύτερη μπάλα, τα σουτ εκεί που χτίζουν το σπιτικό τους οι αράχνες, οι no-look προσποιήσεις, ο νόμος του Πελέ που τον έστειλε στην Παρί, η “παράσταση” κόντρα στην Αγγλία, ο άνθρωπος που αλλάζει την ιστορία της Μπαρτσελόνα, το κεφάλαιο Μίλαν, οι γυναίκες, η μεταγραφή στην … Ελλάδα και ο Σεφερλής. Ο Ροναλντίνιο έχει τα γενέθλια του (21/3) και ο Zastro γράφει 7.500 λέξεις για αυτόν.
Πηγή: Contra.gr
Οι ιαχές στην Avinguda Aristides Maillol στη γειτονιά του Les Corts στη Βαρκελώνη ήταν εκκωφαντικές. Λίγα μέτρα πιο δίπλα, στο ιστορικό Camp Nou, ένα δεκαεπτάχρονο βραχύσωμο παιδί με κοντά πόδια και το νούμερο 30 στην πλάτη, έχει ξεσηκώσει και τους 80 χιλιάδες εραστές του ποδοσφαίρου που εκείνο το βράδυ έσπευσαν να δουν από κοντά εκείνο το αδιάφορο Barcelona – Albacete. Ο πιτσιρίκος, το επόμενο μεγάλο project της φημισμένης Masia, έχει μόλις σκοράρει το πρώτο του γκολ στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο και τρέχει να πανηγυρίσει στο κόρνερ. Είναι ο Lionel Andrés MessiCuccittini, όπως εμφανίζεται στο φύλλο αγώνα, 11 ολόκληρα χρόνια πριν, εκείνη την Πρωτομαγιά του 2005.
Σκαρφαλώνει στην πλάτη ενός χαμογελαστού και ευτυχισμένου τύπου, που τον κανακεύει και τον κουνάει όπως τα μωρά στην κούνια, προτού φθάσουν ο Carles Puyol και ο Gio Van Bronckhorst και χαλάσουν μια από τις χαρακτηριστικότερες παραδόσεις σκυτάλης στην ιστορία. Το δεκαεπτάχρονο παιδί είχε κανακέψει ο Ronaldo de Assis Moreira ή αλλιώς Ronaldinho Gaúcho, εν ενεργεία τότε κάτοχος της Χρυσής Μπάλας. Το παρόν και το μέλλον σε μια σκηνή, το ευτυχισμένο χαμόγελο του παντοτινού εφήβου Ronaldinho και η συγκρατημένη χαρά ενός δεκαεπτάχρονου με αντιδράσεις και συμπεριφορά ενήλικα, του Lionel Messi.
Το ματς τελειώνει, το Camp Nou εκείνο το απόγευμα για πρώτη φορά αγκάλιασε το παρόν και το μέλλον του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, δύο εποχές, δύο οράματα της τέχνης, μια αποθέωση στην ομορφιά της. Φέρνεις στο νου εκείνη την εικόνα και αντιλαμβάνεσαι ότι η εποχή Messi, αυτό που βιώνουμε έκτοτε, είναι ίσως ό,τι πιο εκπληκτικό και ανταγωνιστικό έχουμε ζήσει, δεν είναι όμως απαραίτητα και ό,τι πιο διασκεδαστικό, ό,τι πιο μαγικό, ό,τι πιο…Ronaldinho. Γιατί πολλές φορές με τα ανδραγαθήματα του Leo έχουμε γυρίσει στο διπλανό μας με εκείνο το ύφος απορίας «τί έκανε…;» ποτέ όμως δεν ξαναγυρίσαμε πίσω, ποτέ δεν ξαναγίναμε παιδιά όπως όταν παρακολουθούσαμε το γελαστό παιδί με τα πεταχτά δόντια από το Porto Alegre.
Η φράση του πατέρα του που τον σημάδεψε
Ο οικοδόμος και πρώην ποδοσφαιριστής João de Assis, πνίγηκε στην πισίνα του σπιτιού της οικογένειας το 1988. Στα παιδιά του, τον Roberto, τον Ronaldo και την Deisi, αφήνει μια τεράστια αίσθηση κενού, ένα αδιόρατο συναίσθημα θλίψης και μελαγχολίας, μαζί όμως και μερικές πολύτιμες πατρικές συμβουλές: «Κάνε το σωστό, το καλό, να είσαι ειλικρινής και ευθύς είτε όταν παίζεις ποδόσφαιρο είτε όταν κάνεις οικογένεια. Το παν είναι να κάνεις το απλό να φαίνεται σύνθετο και να μαγεύεις τους γύρω σου σκορπίζοντας χαρά και ευτυχία». Αυτό θυμάται και επαναλαμβάνει κάθε φορά που τον ρωτούν για τον τραγικό χαμό του πατέρα του ο Ronaldinho. Τότε ήταν οκτώ ετών, βίωσε την τραγωδία σε εκείνη την τρυφερή ηλικία και έκτοτε προσπάθησε να εφαρμόσει τις συμβουλές του πατέρα του σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του. Κατά διαστήματα τα κατάφερε.
Ο αδελφός του ο Roberto, γνωστός μας περισσότερο ως Assis, τότε ήταν δεκαεπτά, έπαιζε ήδη στους Imortales της Gremio, ήταν ήδη στα μπλοκάκια των scouts και στο national pool των μικρών εθνικών της Βραζιλίας. Εκείνο το σπίτι με την πισίνα ήταν «δικό του», ήταν ένα δώρο από την ομάδα προκειμένου να πειστεί και να μην αφήσει τη Gremio για την Τορίνο. Τον Assis τον σταμάτησε ένας σοβαρός τραυματισμός που τον πήγε πολύ πίσω, ένας τραυματισμός που τον εμπόδισε να κάνει την προδιαγραφόμενη καριέρα που έλεγαν οι ειδικοί, χωρίς ωστόσο να τον αποτρέψει από το να παίζει επαγγελματικά ποδόσφαιρο με σχετική επιτυχία σε Βραζιλία, Ελβετία, Πορτογαλία, Γαλλία και Ιαπωνία. Έβαλε κιλά στη συνέχεια, τότε όμως ήταν ίδια «κοψιά» με το μικρό.
Ο αδερφός του που ήξερε καλύτερη μπάλα
Ο Assis είναι που θα εμφυσήσει και στο μικρό Ronaldo, δηλαδή το Ronaldinho, το πάθος για τη μπάλα, τις βασικές αρχές του παιχνιδιού, εκείνος που θα αναλάβει και το χρέος να αντικαταστήσει την πατρική φιγούρα που χάθηκε τραγικά σε εκείνον τον πνιγμό της πισίνας. Ακόμη και σήμερα, ο Ronaldinho ισχυρίζεται ότι ο αδελφός του ήταν πολύ καλύτερος από τον ίδιο και χωρίς το μοιραίο τραυματισμό θα είχε αφήσει εποχή. Η αλήθεια βέβαια είναι, ότι υπερβάλλει. Ο Ronaldinho ήταν και είναι πραγματικά κάτι ξεχωριστό, δεν ήταν καν δέκα ετών όταν ξεχώριζε σαν τη μύγα μεσ’ στο γάλα από τα υπόλοιπα παιδάκια και διέθετε μια τεχνική που απλώς δεν διδάσκεται, δεν είναι προϊόν προπόνησης ή επανάληψης, δεν είναι γήινη. Είναι θεόσταλτη. Διότι το παιδάκι με τα πεταχτά δόντια, τα μαγικά τα έκανε από δέκα και δώδεκα ετών, αγκάλιαζε από τότε ένα σπάνιο μείγμα τεχνικής και τακτικής κατανόησης του παιχνιδιού, δεν περιοριζόταν απλώς στις τρίπλες και τα κόλπα όπως η κλασσική φιγούρα Βραζιλιάνου πιτσιρικά που έχουμε στο νου μας.
Το παιδάκι αυτό, που η Gremio είχε προλάβει να «αρπάξει» στα τμήματα υποδομής της από τα επτά του χρόνια, έκανε τους υπεύθυνους των Tricolor να συνειδητοποιήσουν ότι έχουν να κάνουν με ένα μοναδικό φαινόμενο από τα πρώτα κιόλας παιχνίδια παίδων. Άνθρωποι από όλο το Rio Grande do Sul, οι επονομαζόμενοι Gauchos (εξ ου και το Ronaldinho Gaucho, δηλαδή ο μικρός Ronaldo από την περιοχή) ταξίδευαν χιλιόμετρα για να παρακολουθήσουν αγώνες παίδων. Μοιάζει απίστευτο, αλλά υπάρχουν μαρτυρίες για παιχνίδια του παιδικού πρωταθήματος με χίλιους και δύο χιλιάδες θεατές, με ανθρώπους που ειδικά στη Βραζιλία χτίζουν το μύθο μαζί με τον πρωταγωνιστή, αναζητώντας το νέο βασιλιά του σπορ από τα μικράτα του. Και εδώ είχαμε να κάνουμε με έναν βέβαιο μελλοντικό σταρ, με ένα παιδί που από πολύ νεαρή ηλικία έκανε τον κόσμο να διασκεδάζει και να ανακαλύπτει διαρκώς καινούριες πτυχές του παιχνιδιού, άγνωστες μέχρι τότε.
Με τη μπάλα στα πόδια, εκείνο το παιδί ήταν ένας απαράμιλλος ζογκλέρ, ένας εκκολαπτόμενος προφήτης και αυτά στη Βραζιλία είναι περιουσιακά στοιχεία του συνόλου, μια κληρονομιά ολόκληρης της κοινωνίας, πολύ δύσκολα αντιληπτή σε οποιαδήποτε άλλη γωνιά του πλανήτη. Οι ίδιοι το ονομάζουν alegria do povo, κρατάει από τις εποχές που εκατοντάδες πιστοί ακολουθούσαν το Garrincha όπου κι αν πήγαινε να παίξει ποδόσφαιρο, σε κάθε παράσταση, σε όλη του την καριέρα. Το ίδιο πράγμα έκανε και ο Ronaldinho, οι αστικοί μύθοι φύτρωναν σαν μανιτάρια σε εύφορη γη, ο θρύλος πως σε ένα παιχνίδι έβαλε 23 γκολ έφτασε από στόμα σε στόμα και έξω από τα στενά όρια του νομού, η Βραζιλία προϊόντος του χρόνου προετοιμαζόταν να υποδεχθεί τον καινούριο Θεό της. Αμέσως γίνεται ο “Talismano”, το φυλαχτό, ένα είδος μυθολογικο-μυστικιστικής λατρείας.
Εκεί που χτίζουν το σπιτικό τους οι αράχνες
Στην προκειμένη περίπτωση και εξ αιτίας της τεχνολογικής προόδου, το τρελό είναι πως σε αρκετές περιπτώσεις ξεφεύγουμε από τα όρια του αστικού μύθου και έχουμε και τα πειστήρια της ιερουργίας του Ronaldinho στα γήπεδα του Rio Grande. Μόλις είχε κλείσει τα 16 όταν ενάντια στην Cascavel στο εφηβικό πρωτάθλημα, παίρνει τη μπάλα περίπου τριάντα μέτρα μακριά από την αντίπαλη εστία, αποφεύγει έναν-δύο-τρεις-τέσσερεις-πέντε, κινείται παράλληλα προς το τέρμα και με μια απίστευτη λόμπα στέλνει τη μπάλα με το αριστερό εκεί που χτίζουν το σπιτικό τους οι αράχνες. Είναι αδύνατον να αγνοηθεί από την Ομοσπονδία όλο αυτό το πράγμα, όλη εκείνη η ευφυΐα μαζεμένη στο μυαλό και στα πόδια εκείνου του παιδιού.
Στον τελικό του Παγκοσμίου Under-17 το 1997, η Βραζιλία αντιμετωπίζει τα φαινόμενα της Γκάνας, με τις κακές γλώσσες να ισχυρίζονται πως με τους Αφρικανούς αγωνίζονται και ενήλικες. Είναι ακόμη ξερακιανός, με κάτι ποδαράκια σαν καλάμια, πολύ κοντό μαλλί, πίσω στη φανέλα γράφει ακόμα “Ronaldo”. Από εκείνο το παιχνίδι κι έπειτα, οι Βραζιλιάνοι αναγκάστηκαν να γράψουν “Ronaldinho Gaucho” για να ξεχωρίζει από το διάσημο «φαινόμενο» που έκανε θαύματα στην PSV και στην Barcelona αργότερα. Το νούμερο όμως στη φανέλα είναι ήδη το «δέκα». Και η παρουσία στο χόρτο επίσης «δέκα». Οι κινήσεις αναγνωρίσιμες, είναι το κλειδί για το μεγάλο comeback της μικρής σελεσάο, όταν σερβίρει από αριστερά το πρώτο στον Matuzalem και στη συνέχεια κάνει ήρωα της μίας μέρας κάποιον Andrey.
Μετά το πρώτο γκολ πηγαίνει να πανηγυρίσει μπροστά από την τηλεοπτική κάμερα, χαιρετά με τα δύο χέρια, κραυγάζει κάτι απροσδιόριστο και συστήνεται στο ευρύ κοινό με εκείνο το χαμόγελο που τον έκανε διάσημο. Πλέον ήταν θέμα – κυριολεκτικά – χρόνου. Στα δεκαοκτώ έκανε το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα της Gremio, στην πρώτη του σεζόν σκόραρε 15 γκολ σε 18 παιχνίδια. Κάνει καταπληκτικά πράγματα, προσφέρει μοναδικό θέαμα και κατά τα ειωθότα ξεκινά η αγαπημένη συζήτηση των «ειδικών» για το κατά πόσον μπορεί να λειτουργήσει υπό πίεση και σε ανταγωνιστικότερα πρωταθλήματα, πιο τακτικά, πιο «ευρωπαϊκά», να μπει σε καλούπια και να λειτουργήσει λιγότερο ατομικά. Οι κυνικοί του κολλούν την ταμπέλα ενός ακόμη ζογκλέρ «από τη χώρα της σάμπα» και λοιπές κοινοτυπίες.
Η no look προσποίηση
Απαντά με το καλύτερο γκολ της χρονιάς στο ντέρμπι εναντίον της Internacional, όταν για πρώτη φορά το ποδοσφαιρικό κοινό ανακαλύπτει ότι στο ποδόσφαιρο εκτός από τη no look pass, υπάρχει και η no look προσποίηση. Έχει τη μπάλα μεταξύ αντίπαλης περιοχής και μεσαίας γραμμής, κοιτά στη γραμμή που ο συμπαίκτης ανεβαίνει και την ίδια στιγμή καταλύει νόμους της βιολογίας στρίβοντας το πόδι σχεδόν 180 μοίρες. Ο προσωπικός αντίπαλος σωριάζεται, ο Ronaldinho κάνει αυτό το χαρακτηριστικό σπριντ, κάνει το ένα-δύο με τον φορ και πλασάρει με το χαρακτηριστικό χάδι στη μπάλα. Με το εξωτερικό. Διότι εκεί έγκειται η διαφορά του καλλιτέχνη από τον απλό τεχνίτη. Στα δεκαοκτώ δίνει τη λύση σε ντέρμπι, με τη φανέλα της ομάδας που υποστηρίζει από παιδί, είναι αδύνατον να αγνοηθεί από τους ευρωπαίους πλέον.
Η πρώτη που εμφανίζεται στο Porto Alegre για να τον αποκτήσει, είναι η PSV. Χρίζεται άμεσα ο συνεχιστής της παράδοσης που ξεκίνησε ο Romario και συνέχισε ο Ronaldo, είναι ο εκφραστής της επόμενης γενιάς. Ο κολοσσός της Philips δεν τα καταφέρνει, κυρίως διότι η φήμη του παιδιού έχει ξεπεράσει τις απλώς καλές ευρωπαϊκές ομάδες και έχει φτάσει στις top class ομάδες. Τον Ιανουάριο του 2000 η Real προσφέρει 35 εκατομμύρια στη Gremio, η Inter ανεβάζει τον πήχυ στα 47. Οι προσφορές απορρίπτονται, ο Ronaldinho είναι εθνικό κεφάλαιο και δεν έχει κλείσει καν τα είκοσι. Το Φεβρουάριο εμφανίζεται και η τότε κραταιά Leeds. Κατ’ άλλους η κολοσσιαία προσφορά ανέρχεται στα 81 εκατομμύρια, επισήμως είναι 67.
Στη Βραζιλία ξεσπά πόλεμος, ο Πρόεδρος της Gremio πιέζεται αφόρητα να αρνηθεί και να παραμείνει ο νέος Θεός στη χώρα. Πράγματι ο Guerreiro μετά από μια φημολογούμενη απειλή έξω από το σπίτι του στο Porto Alegre, απορρίπτει και εκείνη την προσφορά. Είναι αδύνατον για οποιονδήποτε παράγοντα της ομάδας να συναινέσει στην παραχώρησή του, αναζητείται μια φόρμουλα «αθόρυβης» πώλησης, κάποιο νομικό τρικ. Τα πρώτα δημοσιεύματα καταφθάνουν από το Παρίσι. «Ο Ronaldinho έχει συμφωνήσει με την Paris Saint Germain και έχει υπογράψει προσύμφωνο πενταετούς διάρκειας». Διάγει τον τελευταίο χρόνο του συμβολαίου του στη Gremio, ο Guerreiro δηλώνει ότι δεν ξέρει τίποτα, ξεκινά μια μακρά νομική διαμάχη, με καταγγελίες στη FIFA, με προσφυγές στην Προεδρεία της Δημοκρατίας, με αίτημα δημοψηφίσματος!
Ο νόμος Πελέ τον στέλνει στην Παρί
Το ποδόσφαιρο στη Βραζιλία είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση, πολύ πιο σοβαρή απ’ ότι νομίζουμε στην Ευρώπη. Η FIFA μετά τις καταγγελίες καλείται να αποφανθεί για αποφάσεις δικαστηρίων από δύο χώρες, η θέση της είναι τρομακτικά δύσκολη, μέχρι που εμφανίζεται ο «νόμος Πελέ» που αντικαθιστά «το νόμο Ζίκο» και λύνεται ο γόρδιος δεσμός. Η μεταρρύθμιση του Πελέ, τότε «Επίτιμου Υπουργού Αθλητισμού» της Βραζιλίας, διορισμένου από τον Πρόεδρο Cardoso, στρέφεται «εναντίον της διαφθοράς στο ποδόσφαιρο», επί της ουσίας όμως ανοίγει το δρόμο στη φυγή (κατ’ άλλους μεταγραφή) του Ronaldinho στην PSG. Οι οπαδοί της Gremio είναι πυρ και μανία, κάποιοι – οι περισσότεροι – στρέφονται και εναντίον του ίδιου του Ronaldinho, του κολλάνε την ταμπέλα του προδότη, τον κατηγορούν για αντεθνική συμπεριφορά.
Πολύ γρήγορα γίνονται γνωστές και λεπτομέρειες της συμφωνίας, ο ρόλος του Assis στη μετακόμιση στο Παρίσι και στην υπογραφή με την Paris και αυτομάτως ο αδελφός του Ronaldinho γίνεται κόκκινο πανί για τους ταύρους οπαδούς της Gremio. Ο Assis εξαγριώνει τα πλήθη όταν σε μια συνέντευξη αναλαμβάνει πλήρως την πατρότητα της μεταγραφής, εξηγεί ότι δρα υπερασπίζοντας τα συμφέροντα του αδελφού του, του «προϊόντος» Ronaldinho. Πράγματι γίνεται η σκιά του μικρού αδελφού του, εκείνη η συνέντευξη ήταν από τις τελευταίες του, αποφασίζει να δρα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, αφήνοντας τους προβολείς στο «φυλαχτό». Δουλεύει 24/7 για να καλύψει τις επικοινωνιακές και όχι μόνο, ανάγκες του αδελφού του, είναι ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης πίσω από κάθε αμφιλεγόμενη απόφαση και έργο με πρωταγωνιστή τον Ronaldinho.
Ουσιαστικά γίνεται και ο άνθρωπος που απορροφά τους κραδασμούς, το εξιλαστήριο θύμα, ο μεγάλος “fixer” κάθε νόμιμης ή ακόμη και έκνομης εξέλιξης (με αποτέλεσμα το 2012 να καταδικαστεί και σε 5μισι χρόνια κάθειρξη για ξέπλυμα χρήματος και φοροδιαφυγή) στη ζωή του Ronaldinho. Τα τελευταία ματς του Talismano στη Gremio διεξάγονται υπό τρομακτικές αποδοκιμασίες, μαίνεται μια τρομερή θύελλα εν αναμονή της απόφασης από την έφεση που άσκησε ο Guerreiro. Σκοράρει και γιουχάρεται, δεν μπορεί να κυκλοφορήσει πουθενά ειδικότερα μετά από ένα ταξίδι στη Γαλλία όπου παρακολουθεί από την εξέδρα την Paris με τη Lille.
Επιδικάζονται τελικά 5 εκατομμύρια ευρώ στη Gremio, ένα αστείο ποσό σε σχέση με τις προτάσεις και την αξία του ποδοσφαιριστή, η απόφαση επικυρώνεται και η FIFA αποστέλλει τη διαταγή στη Gremio με την υποσημείωση ότι εάν δεν δοθεί ο ποδοσφαιριστής ο πέλεκυς θα πέσει (πολύ) βαρύς: υποβιβασμός και πρόστιμα εκατομμυρίων. Κυκλοφορούν πολλοί μύθοι για εκείνη τη μεταγραφή στη Βραζιλία. Ότι όλο ή=αυτό ήταν ένα καλοσκηνοθετημένο έργο, ότι η Gremio πληρώθηκε κάτω από το τραπέζι πάνω από 90 εκατομμύρια ευρώ, ότι ο Guerreiro έγινε πλουσιότερος κατά 10 εκατομμύρια, ότι χρηματίστηκε ο Πελέ, πολιτικοί, ό,τι βάζει ο νους. Το επιμύθιο ήταν πως από τις 2 Αυγούστου, ο Ronaldinho Gaucho θα ήταν ποδοσφαιριστής της Paris Saint Germain.
Το κοινό στο Parc des Princes τον καλωσορίζει εν μέσω της αναμενόμενης αποθέωσης. Επιλέγει τη φανέλα με το 21, στις πρώτες του δηλώσεις προκαλεί εύλογες απορίες: «Επέλεξα το καλύτερο πρωτάθλημα στην Ευρώπη και την καλύτερη ομάδα του μέλλοντος». Το 2001, το γαλλικό πρωτάθλημα σίγουρα δεν ήταν το καλύτερο του κόσμου, πιο πολύ το πιο περίεργο θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς, αφού προ δεκαετίας σχεδόν είχε κλείσει ο κύκλος της τρελής εποχής Tapie στη Marseille μετά από δεκάδες σκάνδαλα, ενώ το project Olympique Lyonnais ήταν ακόμη στα σπάργανα και μόλις ξεκινούσε. Σημειολογικά μόνο, όλοι συνέδεαν τη «δουλειά» της μεταγραφής Ronaldinho, με εκείνη του ιδιοκτήτη της Λυών Jean-Michel Aulas που το ίδιο καλοκαίρι είχε αγοράσει το Juninho Pernambucano από τη Vasco. Το γαλλικό πρωτάθλημα ωστόσο, ήταν το πιο «καθαρό» πολιτικά μιλώντας: μεταξύ 1993 και 2001, έξι διαφορετικές ομάδες είχαν κατακτήσει το πρωτάθλημα, καμία σερί.
Ήταν η «απόδειξη» ότι η δικτατορία Tapie είχε οριστικά τελειώσει, ταυτόχρονα όμως εσώκλειε τον αδόκιμο όρο μιας «μειονεκτικής ισορροπίας» σε σχέση με τα υπόλοιπα κορυφαία πρωταθλήματα της Ευρώπης, όπου οι μεγάλες ομάδες και διεκδικήτριες του τίτλου ήταν λίγο-πολύ γνωστές. Η PSG δεν ξέφευγε από εκείνη τη μετριότητα, παρά την παρουσία παικτών όπως ο Nicolas Anelka που επέστρεψε στη Γαλλία μετά από εκείνο το καταστροφικό πέρασμα από τη Real και οι νεαροί Heinze και Arteta. O star της ομάδας εθεωρείτο ο Νιγηριανός ζογκλέρ Jay-Jay Okocha, όχι ακριβώς ότι καλύτερο κυκλοφορούσε από άποψη διάρκειας και σίγουρα πολύ μακριά από το πρότυπο του ηγέτη, αλλά ο ιδανικότερος για να βοηθήσει το Ronaldinho να εγκλιματιστεί.
Το γκολ που δεν πρόλαβε ο σκηνοθέτης
Ο Okocha ανέλαβε επί της ουσίας την προσαρμογή του «φαινομένου», εκτέλεσε χρέη μέντορα του νεαρού Βραζιλιάνου, ειδικά το πρώτο εξάμηνο τον προστάτευε σαν δεύτερος Αssis μέσα στο γήπεδο και τον βοήθησε πάρα πολύ να καταλάβει σημαντικές πτυχές του παιχνιδιού, όπως τουλάχιστον παιζόταν τότε στην Ευρώπη και δη στη Γαλλία. Την άνοιξη κιόλας, ο Ronaldinho ήταν έτοιμος. Το ματς με την Troyes είναι η αφετηρία για τη μύηση και των ευρωπαίων φίλων του σπορ στη θρησκεία Ronaldinho: παίρνει τη μπάλα πίσω από τη σέντρα, ξεπέταγμα που θυμίζει Ronaldo, αφήνει πίσω του κάθε δύστυχο που αποπειράθηκε να τον σταματήσει με θεμιτά και αθέμιτα μέσα, μπαίνει στην περιοχή και λίγο πριν τον προλάβει ο τερματοφύλακας πλασάρει στη γωνία με χειρουργική ακρίβεια. Με το εξωτερικό.
Αυτό ήταν. Ο κόσμος μένει με το στόμα ανοικτό, δεν έχει ξαναδεί ποδοσφαιριστή τόσο γρήγορο με τη μπάλα στα πόδια, να τριπλάρει σε πρώτο χρόνο, να συνδυάζει έκρηξη με τέχνη εφάμιλλη του Πλατινί. Καλά-καλά εκείνο το γκολ δεν το πρόλαβε ο Γάλλος σκηνοθέτης, ο camera-man κάποια κλάσματα του δευτερολέπτου τον «έχασε» επειδή επιτάχυνε τόσο γρήγορα που βγήκε από το πλάνο. Άπαντες αντιλήφθηκαν ότι έχουμε να κάνουμε με έναν καινούριο τύπο δεκαριού, έναν δολοφονικό συνδυασμό φορ και χαφ, έναν παίκτη που κολλούσε μεν τη μπάλα στο πόδι, την ίδια στιγμή όμως ήταν σε θέση να τη στείλει στο χιλιοστό εκεί που θέλει, στο σωστό χρόνο και παντελώς απρόβλεπτα. Είναι αδύνατον να εξηγηθεί αυτό το ταλέντο του Ronaldinho, πιθανώς να μην ήξερε και ο ίδιος τι ήθελε να κάνει με τη μπάλα και να αποφάσιζε στη στιγμή.
Αυτή ήταν η μεγαλύτερη δύναμη του Ronaldinho, η ασυνείδητη αποτελεσματικότητα, το απρόβλεπτο που είναι και ασταμάτητο. Μέχρι τότε μιλούσαμε για την τέχνη του «περιττού», για συμβατικά πλέον πράγματα όπως λόμπες, πλασέ, γκολ, τρίπλες. Εδώ είχαμε να κάνουμε με ξαφνικές επιταχύνσεις, ακόμα πιο ξαφνικές επιβραδύνσεις, με μια εξωπραγματική αίσθηση χώρου και χρόνου σε οποιοδήποτε σημείο του γηπέδου. Και βέβαια, μια μπάλα που δήλωνε τυφλή υπακοή στις βουλές του γελαστού παιδιού, είτε γκέλαρε είτε ήταν σε στάση είτε κυλούσε. Ήταν ένα πρωτόγνωρο πράγμα, μια πρωτόγονη εμφάνιση ποδοσφαιρικής τέχνης που άνοιγε το δρόμο στην εξέλιξη του ίδιου του σπορ.
Η Paris τερμάτισε τέταρτη, κατόρθωσε (ήταν τόσο κακή που περί κατορθώματος πρόκειται) να πάρει ένα εισιτήριο για το κύπελλο UEFA της επόμενης σεζόν, ουσιαστικά χάρη στο Ronaldinho, o οποίος τον πρώτο του «χρόνο προσαρμογής» στην Ευρώπη και το τόσο τακτικό ποδόσφαιρό μας, είναι μακράν ο mvp της σεζόν, πρώτος σκόρερ της PSG και ασφαλώς και πρώτος πασέρ. Απέμενε μόνο η διεθνής σκηνή για την τελική χειροτονία, που προσφέρεται απλόχερα εκείνο το καλοκαίρι στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Κορέας και της Ιαπωνίας. Στα 22 είναι βασικός σε μια Βραζιλία με ορισμένα από τα ιερά τέρατα όλης της ιστορίας της στην ενδεκάδα. Είναι η Βραζιλία του Ronaldo, του Rivaldo, του Cafu, του Roberto Carlos. Κι όμως, εκείνη η Βραζιλία δεν θα δικαιώσει ποτέ τις προσδοκίες όσον αφορά το ίδιο το παιχνίδι. Θα κατακτήσει μεν το μουντιάλ, παίζοντας όμως μέτρια, σε μια διοργάνωση που περισσότερο έμεινε στην ιστορία για το μεγάλο comeback του Ronaldo που μετά από τους χιαστούς επέστρεψε στο υψηλότατο επίπεδο σκοράροντας οκτώ γκολ στα τελικά.
Η “παράσταση” κόντρα στην Αγγλία
Κι όμως, ακόμα και σε εκείνη τη Βραζιλία, ο Ronaldinho πρόλαβε να λάμψει. Ειδικά εκείνη η παράσταση εναντίον της Αγγλίας του Beckham, του Scholes, του Ferdinand, του Campbell, του Owen που είχε σκοράρει μάλιστα μετά από εκείνο το τραγικό λάθος του Lucio, έμεινε στην ιστορία. Στο ημίχρονο στα αποδυτήρια το κλίμα ήταν κάκιστο, κανείς δεν είχε όρεξη να αρθρώσει λέξη. Μπήκε χαμογελαστός, είπε σε όλους «αναλαμβάνω εγώ». Κανείς δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι εννοούσε. Έχει περάσει μόνο ένα δίλεπτο, υποδέχεται τη μπάλα στο κέντρο, κάνει το «κλασσικό» σλάλομ των τριάντα μέτρων, προσποίηση με το πόδι να περνά πάνω από τη μπάλα και την κατάλληλη στιγμή πασάρει στο Rivaldo – με το εξωτερικό – για το γκολ της ισοφάρισης. Δεν τελειώσαμε ακόμα.
Ο Kleberson κερδίζει το φάουλ από τον Paul Scholes κοντά στη σέντρα. Στην περιοχή Άγγλοι και Βραζιλιάνοι μάχονται για την καλύτερη θέση, σπρωξιές, τραβήγματα φανέλας, διαμαρτυρίες στο ρέφερι, εκνευρισμός. Προημιτελικός είναι, οι σφυγμοί στο διακόσια. Παίρνει φόρα για τη σέντρα, τελευταία στιγμή υψώνει το βλέμμα και παρατηρεί ότι ο David Seaman έχει κάνει ένα – περιττό – βηματάκι προς τα εμπρός. Αλλάζει απόφαση σε κλάσμα δευτερολέπτου, μετατοπίζει το βάρος προς τα πίσω, διευρύνει τη γωνία που χτυπά τη μπάλα με το δεξί. Η μπάλα σηκώνεται ασυνήθιστα πολύ, παίρνει περίεργη καμπύλη και πέφτει απότομα χωρίς να αλλάξει κατεύθυνση και να «γυρίσει» από τα φάλτσα. Ο Seaman το αντιλαμβάνεται κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, σηκώνει τα χέρια, αλλά η μπάλα στρίβει ξαφνικά προς τα μέσα και τον αναγκάζει να μοιάζει με μέθυσο που τρεκλίζει μετά από μια ντουζίνα pints στην pub.
Σχεδόν με μελαγχολία ζωγραφισμένη πίσω από το πρόσωπό του, γυρίζει απλώς το κεφάλι του για να τη δει να πηγαίνει στο αγαπημένο σημείο του Ronaldinho, στις «αράχνες». Αντιλαμβάνεται ότι η φάση θα τον ακολουθεί στο διηνεκές, ότι θα γίνει το καρτ-ποστάλ της καριέρας του. Την ίδια στιγμή ο Ronaldinho με το χαρακτηριστικό τρέξιμο πάπιας πανηγυρίζει με τους αντίχειρες και εκείνο το τρομερά παιδικό και αγαθό χαμόγελο. Είναι γκολ καριέρας, γκολ-μνημείο σε μουντιάλ, θα το δείχνουν σε αφιερώματα τα επόμενα εκατό χρόνια κι όμως ο πιτσιρίκος συμπεριφέρεται σαν να σκόραρε στην αλάνα με τους κολλητούς του. Το χαμόγελό του είναι μεταδοτικό, έρχεται ο «σοβαρός» Cafu κι εκείνος γυρισμένος χρόνια πίσω, στις παραλίες της Βραζιλίας και τον αγκαλιάζει ακριβώς με το ίδιο χαμόγελο.
Το one-man-show ολοκληρώθηκε επτά λεπτά αργότερα όταν ο Ronaldinho αποβλήθηκε για ένα τάκλιν «αλάνας» στον Danny Mills. Καμία συναίσθηση της κρισιμότητας της κατάστασης, εκείνος ζούσε το δικό του παιχνίδι, σε κάποια παραλία, σίγουρα όχι στην Άπω Ανατολή, κάπου στη Βραζιλία, μαζί με τους κολλητούς του που υπέφεραν από την πίεση και τη σκληράδα του αντιπάλου και χρειάζονταν ένα ισχυρό σοκ για να συσπειρωθούν και να βγάλουν και την ψυχή τους στο χορτάτι. Η Βραζιλία άντεξε, μετά την αποβολή έγινε μια γροθιά και παρά το αριθμητικό μειονέκτημα κέρδισε και προκρίθηκε. Στο περιθώριο των πανηγυρισμών, ο Ronaldinho έχει τη σκέψη του στον David Seaman: «Πραγματικά λυπήθηκα που τον είδα με δάκρυα στα μάτια. Είναι άτυχος. Σίγουρα ήθελα να σουτάρω, πιθανόν όχι σε εκείνο το σημείο ακριβώς, αλλά στη γωνία».
Δεν το έλεγε με ειρωνεία, το εννοούσε. Και πάλι δεν είχε συναίσθηση ούτε της σπουδαιότητας ούτε του γεγονότος ότι εκείνο το γκολ ήταν το διαβατήριό του για το πάνθεον των ευαγγελιστών του σπορ. Με εκείνο το γκολ τον έμαθε και ο τελευταίος άνθρωπος στον πλανήτη, με εκείνο το γκολ έγινε παγκόσμιο αστέρι του ποδοσφαίρου. Δεν είναι το καλύτερο της καριέρας του, δεν είναι το πιο εντυπωσιακό, δεν είναι το πιο ευφυές. Είναι όμως εκείνο που περικλείει όλα όσα είναι ο Ronaldinho, εκείνο που αποτυπώνει πιο εύγλωττα απ’ όλα την έννοια του Talismano, του φυλαχτού όπως τον είχαν ανακηρύξει στη Βραζιλία από την εφηβεία του. Απρόβλεπτο, απ’ αυτά που εμπνέεσαι κλάσματα του δευτερολέπτου πριν το κάνεις, αυτό που δεν έχει ξανασυμβεί, ο συνδυασμός της ιδέας με την τεχνική αρτιότητα και τη φυσική δύναμη, η τελειότητα της σύνθετης απλότητας.
Αυτήν ακριβώς τη μεγαλοφυΐα αναζητούσαν και στην καταθλιπτική ποδοσφαιρικά Βαρκελώνη εκείνον τον καιρό. Σήμερα ακούγεται περίεργο και παράξενο, αλλά το 2003, μόλις 13 χρόνια πριν, η Barcelona ήταν ο καταθλιπτικότερος προορισμός για έναν ποδοσφαιριστή. Επί μια τετραετία η ομάδα δεν είχε κατακτήσει τίποτα, ζούσε στη σκιά της Ρεάλ Μαδρίτης των Galacticos που είχαν σαρώσει κάθε τρόπαιο, μεταξύ των οποίων δύο Champions League και δύο πρωταθλήματα. Οι μεταγραφικές καμπάνιες της Barca ήταν από ατυχείς έως καταστροφικές για την ομάδα: Litmanen, Rochemback, Riquelme, Saviola, όλοι αποδείχθηκαν μόνο μεσσίες του καλοκαιριού, η αρπαγή του Luis Figo από τη Ρεάλ είχε εκληφθεί σαν μέγιστη προδοσία και είχε βυθίσει το σύλλογο σε μια επιβλαβή εσωτερικότητα και μια εσωστρέφεια που οδήγησε σε λάθος επιλογές.
Το πείραμα της επιστροφής Van Gaal το 2002 έφερε τη ντροπή της έκτης θέσης, των αλλεπάλληλων αλλαγών προπονητών με προπονητές όπως ο de La Cruz και ο Antic να κάθονται στον πάγκο. Η ομάδα ήταν εκτός Champions League, εξοστρακισμένη από το ποδόσφαιρο που μετράει, πολύ μακριά από τα ιστορικά στάνταρτς της και το βάρος της φανέλας της. Ο σχετικά νεαρός δικηγόρος Joan Laporta εξελέγη πρόεδρος το 2003, με την «εντολή» από τα μέλη να ξαναφέρει τη Μπαρτσελόνα στην κορυφή, ο Κρόιφ υπέδειξε το Φρανκ Ράικαρντ σαν τον επόμενο Μωυσή προκαλώντας απορίες, αφού ο πρώην άσσος του Άγιαξ και της Μίλαν ήταν άνεργος και στην πρώτη του δουλειά είχε υποβιβάσει τη Sparta του Ρότερνταμ στη δεύτερη κατηγορία.
Οι υποσχέσεις Λαπόρτα στον κόσμο της Μπαρτσελόνα
Σαν αντιστάθμισμα εκείνης της επιλογής, ο Laporta υποσχέθηκε στην προεκλογική εκστρατεία ότι θα φέρει στο Camp Nou τον David Beckham. Τελικά αντί να αγοράσει το φανταχτερό David, επέλεξε να ξοδέψει το μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου μπάτζετ στον κυριότερο στόχο της Manchester United, τον καλύτερο νεαρό που κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή στην αγορά, το Ronaldinho. O Beckham κατέληξε (κι αυτός) στη Ρεάλ, η Μπάρτσα αποφάσισε να ρισκάρει με το «προβληματικό» παιδί της Paris. Προβληματικό διότι στο Παρίσι κυκλοφορούσαν τότε εντονότατες φήμες για την εξωγηπεδική ζωή του Ronaldinho, η ομάδα είχε τερματίσει στην τραγική ενδέκατη θέση με τον προπονητή της PSG να κατηγορεί ευθέως και δημοσίως τον ποδοσφαιριστή πως ξενυχτάει και προτιμά το Moulin Rouge από την προπόνηση.
Κι όμως, ακόμα και σε εκείνη την καταστροφική σεζόν, ο Ροναλντίνιο εν μέσω νυχτερινής ζωής και δεκάδων φιλενάδων, είχε (ξανα)βγει πρώτος σκόρερ και πασέρ της PSG και πάνω απ’ όλα είχε χαρίσει στο κοινό ορισμένες από τις πλατινένιες αναμνήσεις του. Το απίστευτο σλάλομ με τη Marseille, πιο πολύ το γκολ εναντίον της Guingamp, ίσως ένα από τα πιο όμορφα που μπήκαν ποτέ στη Γαλλία. Το Guingamp είναι ένα χωριό οκτώ χιλιάδων κατοίκων στη Βρετάνη, στη βορειοδυτική Γαλλία, στην Περιφέρεια της Cοtes d’ Armor που συνορεύει νοητά με τη Μεγάλη Βρετανία. Καιρός Μεγάλης Βρετανίας, ατμόσφαιρα Μεγάλης Βρετανίας, κάτοικοι πιο πολλοί Βρετανοί παρά Γάλλοι. Εκείνο το απόγευμα στο γηπεδάκι της Guingamp δεν έπρεπε να διεξαχθεί ποδοσφαιρικό παιχνίδι. Το γήπεδο δεν ήταν απλώς βαρύ και γεμάτο νερό, ήταν επικίνδυνο για τη σωματική ακεραιότητα των ποδοσφαιριστών.
Λάσπη, «γραμμές» από τα μηχανήματα που είχαν απομακρύνει προσωρινά το νερό, αφού εξακολουθούσε να βρέχει και ένα περιβάλλον στα όρια του βουκολικού. Το ματς αδιάφορο, από εκείνα χωρίς νόημα. Μια χούφτα οπαδοί της Paris στριμωγμένοι στο πέταλο, σκάρτοι έξι χιλιάδες φίλαθλοι στις εξέδρες. Η Guingamp κρατάει την ισοπαλία εκμεταλλευόμενη το βαρύ τερέν και πραγματικά «χτυπάει στο ψαχνό». Τα τάκλιν και τα χτυπήματα αντιαθλητικά, καμουφλαρισμένα από τη βροχή και την ανοχή του ανεκδιήγητου διαιτητή. Ο Lacombe στο χώρο του κέντρου πασάρει στο Ronaldinho που ξαφνικά επιταχύνει, αλλάζει με τον Le Roi και πλησιάζει μεταξύ κέντρου και μεγάλης περιοχής. Βλέπει μπροστά το γήπεδο λασπωμένο, με την κόρη του ματιού παρατηρεί τον αντίπαλο να έρχεται από το πλάι κατά πάνω του με μανία και τις τάπες υψωμένες. Τάκλιν απ’ ευθείας από Ουρουγουάη.
Δεν σταματά και σε νεκρό χρόνο κάνει το απίστευτο: ίπταται μαζί με τη μπάλα πάνω από τα υψωμένα πόδια, πηδάει σαν άλογο επίδειξης το εμπόδιο έχοντας τσιμπήσει με τέτοιο τρόπο τη μπάλα, ώστε να αποφύγει μαζί και τη λασπωμένη μίνι-λίμνη μπροστά του. Το γήπεδο σαστίζει. Εκείνος συνεχίζει, έχει κατά μέτωπο ακόμη τέσσερεις με το μαχαίρι στα δόντια. Μία, δύο, τρεις, τέσσερις προσποιήσεις με τα πόδια να περνούν πάνω από τη μπάλα, το λεγόμενο «ποδήλατο». Σπάσιμο της μέσης σαν εκκρεμές, έχει βρεθεί μέσα στην περιοχή σε δευτερόλεπτα. Ο στόπερ κάνει τάκλιν βγαλμένο από τα πιο υγρά όνειρα του Vinnie Jones. Κανένα πρόβλημα. Ξαφνική αλλαγή κατεύθυνσης προς τα αριστερά, η μπάλα κολλημένη στο πόδι που την κουβαλάει μαζί με τη λάσπη. Εξωτερικό μυτάκι στην αντίθετη γωνία, με φάλτσα γαλλικού μπιλιάρδου. Πλαϊνό δίχτυ. Παροξυσμός. Τρέχει στο πέταλο με τη μια χούφτα Παριζιάνων. Ξεσπάει, για δευτερόλεπτα δείχνει θυμωμένος, η κάμερα ζουμάρει, χαμογελάει πάλι σαν μικρό παιδί, πανηγυρίζει γελώντας. Και πάλι αγνοεί τι ακριβώς έκανε.
Αλλάζει την ιστορία της Μπαρτσελόνα
Αυτήν την ιδιοφυΐα η Μπαρτσελόνα την απέκτησε αντί 30 εκατομμυρίων ευρώ. Σε μια άκρως περίεργη καμπάνια που έφερε στην Καταλωνία και τον Τούρκο τερματοφύλακα Rustu, αλλά και τον Ricardo Quaresma με τον Rafa Marquez. Από την ομάδα νέων είχαν προωθηθεί κάποιος δεκαεννιάχρονος Andres Iniesta και ένας μελαχροινός τερματοφύλακας, ο Victor Valdes. Την απόκτησή του την γιορτάζουν ελάχιστα στη Βαρκελώνη, είναι θυμωμένοι με τον Laporta που αθετήθηκε η υπόσχεση για τον Beckham που συν τοις άλλοις καταλήγει στη Real. Κι όμως, η μεταγραφή του Ronaldinho θα αλλάξει την ίδια την ιστορία του συλλόγου, θα μετατρέψει μια ομάδα καταθλιπτική σε αυτό που θαυμάζει ο πλανήτης σήμερα, θα αλλάξει τη νοοτροπία της, θα της μεταδώσει τη θέληση για νίκη και πάνω απ’ όλα τη χαρά του παιχνιδιού, θα της χαρίσει το συναίσθημα της ποδοσφαιρικής διασκέδασης.
Μπορεί κανείς να αλιεύσει το πρώτο του κιόλας γκολ με τους blaugrana, την επιτομή της αποθέωσης. Ήταν ένα παιχνίδι εναντίον της Σεβίλλης στο Camp Nou: γιγαντιαίο σλάλομ πίσω από το κέντρο με κινηματογραφική ταχύτητα. Μία, δύο, τρεις τρίπλες και οβίδα από τα 35 μέτρα. Η μπάλα με απίστευτη ταχύτητα στο οριζόντιο δοκάρι, από τη δύναμη σκάει στη γραμμή και τινάζει τον ουρανό των δικτύων. Έκσταση, από εκείνα τα γκολ που σε ζαλίζουν λόγω έκρηξης αδρεναλίνης, από εκείνα που σηκώνεσαι από τη θέση και κλείνει η φωνή. Ακολούθησαν κι άλλα, όπως το hattrick εναντίον των δύσμοιρων Σλοβάκων της Puchov, η ομάδα όμως ακόμη δεν απέδιδε στη Liga, ήταν πολύ άγουρη ακόμα. Το χειμώνα ετέθη και θέμα Ράικαρντ, ο ερχομός όμως του Edgar Davids στη μεταγραφική περίοδο του Ιανουαρίου, επανέφερε τις ισορροπίες και επέτρεψε στη Barca να κάνει έναν καταπληκτικό δεύτερο γύρο. Τελικά τερμάτισε δεύτερη πίσω από το θαύμα του Μπενίτεθ στη Βαλένσια, μπροστά όμως μετά από χρόνια από τη Ρεάλ.
Ήταν το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, το τέλος των Galacticos που υπογράφτηκε 25 Απριλίου στο Santiago Bernabeu, με την ασίστ-λόμπα του Ronaldinho στον Xavi και την καρατέκα-προβολή του τελευταίου στο βάθος των δικτύων του Iker. Ψηφίζεται καλύτερος ξένος παίκτης της λίγκας, βγαίνει πρώτος σκόρερ της ομάδας, ανήκει στην ελίτ των ελίτ. Ξαφνικά όλοι «ανακαλύπτουν» ξανά τον Ronaldinho, χύνονται ποταμοί μελάνης, όλοι μιλούν γι’ αυτόν, όλοι τονίζουν τις επαναστατικές αλλαγές που επιφέρει στο άθλημα. Γίνεται σχεδόν σε ένα βράδυ ο πρωταγωνιστής με το χαμόγελο πάντα στα χείλη, ο ζογκλέρ για τον οποίο αξίζει να πληρώσεις εισιτήριο για να τον δεις, ο άνθρωπος που «συμφιλιώνει» την ουσία με το θέαμα, ο Bugs Bunny (λόγω οδοντοστοιχίας) που κάνει ευτυχισμένα τα παιδάκια και τα παρακινεί να αγαπήσουν το ποδόσφαιρο.
Ξαφνικά έχει γίνει ο παγκόσμιος εκπρόσωπος της ποδοσφαιρικής βιομηχανίας, ο συνδετικός κρίκος μεταξύ του ποδοσφαίρου του ρομαντισμού και της αλάνας, με το ποδόσφαιρο των χορηγών και των εκατομμυρίων. Είναι το σωτήριο έτος 2004, η χρονιά του θαύματος της Πορτογαλίας, του «ξενέρωτου» τελικού του Γκελζενκίρχεν μεταξύ Πόρτο και Μονακό, η τελευταία φορά που κερδίζει τη χρυσή μπάλα ένας «εργάτης», ο Pavel Nedved. Εντυπωσιακός μεν, εργάτης δε. Ο Ronaldinho αντιπροσωπεύει όλα αυτά που θέλει και ο κόσμος και το άθλημα και οι χορηγοί και τα γραφεία. Είναι ο ήρωας που περίμεναν όλοι, ο τέλειος testimonial, ο χαμογελαστός και προσιτός σταρ που ξετρελαίνει τα μικρά παιδιά και τα σπρώχνει στον αθλητισμό. Είναι ο άνθρωπος που ξαναδίνει στο ποδόσφαιρο τη χαμένη του αθωότητα.
Η Μπαρτσελόνα γίνεται “Dream Team”
Εν τω μεταξύ, στη Βαρκελώνη συμπληρώνονται τα κομμάτια του παζλ. Καταφθάνει ο πολιτογραφημένος Πορτογάλος Deco, ο playmaker που έλειπε και έχει μόλις κατακτήσει το Champions League με την Porto του Μουρίνιο, κυρίως όμως κλείνει ο παίκτης που μεγάλωσε στις ακαδημίες της Ρεάλ αλλά δεν τον πίστεψαν ποτέ και τον πέταξαν στη Mallorca. Λέγεται Samuel Eto’o και η Barca δαπανά 24 εκατομμύρια για την απόκτησή του, διαβλέποντας ότι μαζί με το Ronaldinho, το Ludovic Giuly και το Henrik Larsson, θα συνθέσουν μια δύναμη πυρός που όμοιά της δεν είχε ξαναεμφανιστεί στο ποδόσφαιρο. Η μάχη στο πρωτάθλημα είναι αδυσώπητη, Barca και Ρεάλ υπερβάλλουν εαυτούς, οι Καταλανοί το κατακτούν με ένα πρωτοφανές παιχνίδι, έναν συνδυασμό ταχύτητας, θεάματος και ουσίας, με τέσσερις βαθμούς διαφορά. Εκείνο όμως που «καίει» είναι η κούπα με τ’ αυτιά.
Στον όμιλο η μάχη είναι με τη Μίλαν. Στο San Siro ο Σεφτσένκο χαρίζει τη νίκη στους rossoneri, δύο εβδομάδες αργότερα σκοράρει και στο Camp Nou δίνοντας το προβάδισμα στη Μίλαν. Το παιχνίδι είναι από τα ομορφότερα στην ιστορία του θεσμού, χάνονται εκατέρωθεν καταπληκτικές ευκαιρίες με σπάνιο θέαμα. Ο Eto’o το φέρνει στα ίσα πριν εκπνεύσει το ημίχρονο. Είναι ένα παιχνίδι 1-1 που θα μπορούσε να τελειώσει και 5-5. Τελικά αναλαμβάνει ο Ronaldinho. Είναι η πρώτη φορά ιστορικά που κάποιος «χαστουκίζει» τη μπάλα με το πόδι. Ο Talismano με μια διαγώνια έκρηξη αποφεύγει ταυτόχρονα Nesta και Gattuso και εκεί που όλο το γήπεδο και εκατομμύρια τηλεθεατές περιμένουν το δυνατό σουτ, εκείνος «ραπίζει» τη μπάλα με το αριστερό κουντεπιέ στέλνοντάς την στην εσωτερική πλευρά των δικτύων του Dida. Το γκολ δίνει τη νίκη στη Barca και γίνεται viral σε όλον τον πλανήτη. Ο Ronnie έχει βγάλει τη φανέλα, έχει τρελαθεί. Κι ακόμη δεν είχαμε δει τίποτα.
Το πεπρωμένο ήθελε τη Barca να τερματίσει δεύτερη, ακριβώς για να κληρωθεί μετά με την Chlesea του Ζοσέ Μουρίνιο και να γραφτεί το μυθιστόρημα. Είναι από εκείνα τα ελάχιστα ματς που στηρίζουν το έπος και τη γοητεία του Champions League, απ’ αυτά που θυμάσαι για χρόνια και λες στην παρέα σου«θυμάσαι εκείνο το Barcelona-Chelsea με το σβήσιμο του τσιγάρου;». Η πρώτη πράξη εκείνου του έπους εκτυλίχθηκε στη Βαρκελώνη, όπου οι blues πήραν το προβάδισμα λίγο μετά το μισάωρο με το γκολ του Giuliano Belletti. Η Barca ισοφαρίζει με τη μοναδική αξιομνημόνευτη στιγμή στην καριέρα του εικοσάχρονου τότε Maxi Lopez, που είναι και ο παίκτης που πασάρει στον Samuel Eto’o για το τελικό 2-1. Ο Μουρίνιο είχε εν μέρει κατορθώσει να «ακυρώσει» το παιχνίδι της Barca και είχε κατορθώσει να φέρει το ματς στα μέτρα του. Όλα θα κρίνονταν στη ρεβάνς του Stamford Bridge.
Ήταν 8 Μαρτίου του 2005 και όλος ο πλανήτης θαύμασε το μεγαλείο αυτού του σπορ. Η Chelsea είναι βγαλμένη από τα όνειρα του Abramovich, στο 19΄ προηγείται ήδη 3-0 με Gudjohnsen, Lampard, Duff. To εικοσάλεπτο είναι εφιαλτικό για τη Barca, το ματς είναι πλέον κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του Special One. Το ξηλώνει και το ράβει από την αρχή ο Ronaldinho. Πρώτα μειώνει με πέναλτι σε 3-1 και μετά ακολουθεί η εποποιΐα. Ο Iniesta ελέγχει τη μπάλα έξω από τη μεγάλη περιοχή, επιταχύνει και μοιάζει να ψάχνει την τρίπλα και το σουτ. Τελικά αλλάζει απόφαση και αποφασίζει να τη «σπάσει» στο Ronaldinho. Εκείνη τη στιγμή, σίγουρα κάποιο βραζιλιανάκι φίλησε το φυλαχτό με την εικόνα του, δεν μπορεί να εξηγηθεί με τη λογική αυτό που είδαμε μπροστά στα μάτια μας.
Ο Ronaldinho είναι μόνος στο ημικύκλιο της περιοχής και μπροστά του είναι ένα τείχος από μπλε φανέλες. Η μπάλα είναι ακίνητη ανάμεσα στα πόδια του. Μένει κι εκείνος ακίνητος. Μπορεί να σουτάρει, να πασάρει, να τριπλάρει, να τη γυρίσει πίσω, να τη δώσει δίπλα, να σεντράρει. Ο χρόνος όμως έχει σταματήσει, δεν υπάρχει ποδοσφαιρική ορολογία για να περιγράψει το συμβάν, ποδοσφαιρική αργκό για να μεταφερθεί η κίνηση στο χαρτί. Όσοι είναι καπνιστές ίσως μπορούν να καταλάβουν τι συνέβη: ο Ronaldinho προσποιείται πάνω από τη μπάλα ακριβώς όπως θα έσβηνε κάποιος ένα τσιγάρο με τη μύτη του παπουτσιού, περιστρέφοντας το πόδι τρεις φορές, ίσα ίσα ακουμπώντας το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του, πιέζοντάς το προς τα κάτω. Στην τέταρτη σουτάρει με το μυτάκι. Με το εξωτερικό.
Οι παίκτες της Chelsea είναι στήλες άλατος, έχουν παραλύσει. Ο καλύτερος τερματοφύλακας του κόσμου εκείνη την εποχή, Peter Cech, μένει ακίνητος, απλώς γυρίζει εμβρόντητος το κεφάλι για να παρακολουθήσει την πορεία της μπάλας. Η μπάλα ταξιδεύει στη γωνία των δικτύων, στη ραφή. Γκολ. Ο σουρεαλισμός έχει ολοκληρωθεί, το έργο τέχνης έχει παραδοθεί στην αιωνιότητα. Είναι ένα γκολ μοναδικό, απο εκείνα που δεν μπαίνουν ούτε στο playstation, ένα μοναδικής ομορφιάς μπαλέτο πάνω από τη μπάλα, ένας πίνακας του Μονέ τόσο παραστατικός που παρότι μεγαλοφυής και σπάνιας πολυπλοκότητας γίνεται αντιληπτός από όλους, είναι ένα αριστούργημα, ότι πλησιέστερο στο να δούμε και το Θεό να παίζει ποδόσφαιρο. Η Chelsea την πήρε την πρόκριση με ένα γκολ του John Terry λίγο αργότερα, αλλά δεν έχει απολύτως καμία σημασία. Το γκολ του JT δεν το θυμάται κανείς, το αριστούργημα του Ronaldinho το διηγούμαστε στα παιδιά και τα εγγόνια μας.
Είναι η ίδια σεζόν που συνέβησαν όλα τα απίθανα, είναι η σεζόν του τελικού της Κωνσταντινούπολης, η χρονιά που η καλύτερη ομάδα (η Barcelona) αποκλείστηκε στους δεκαέξι του θεσμού και η αμέσως επόμενη καλύτερη, η Milan του Ancelotti, προηγήθηκε με 3-0 στον τρελό τελικό με τη Liverpool και έχασε το τρόπαιο σε εκείνη τη συνομωσία πλανητών. Η Barca δεν χρειαζόταν παρά ελάχιστες προσθήκες, για την ακρίβεια, η ομάδα δεν πειράχτηκε παρά κατ’ ελάχιστον, το καλοκαίρι προστέθηκε μόνο ο Van Bommel, πολύ απλά διότι όλα τα συστατικά ήταν εκεί. Η επιλογή έγινε απόλυτα κατανοητή 19 Νοεμβρίου μπροστά στο κοινό της Ρεάλ, στο Bernabeu. Η Barca είναι ήδη στην κορυφή με τέσσερις βαθμούς διαφορά. Το πρώτο το έβαλε ο Eto’o, το δεύτερο ήταν ένα ακόμη προσωπικό show του Ronaldinho που αφού υπνώτισε το Sergio Ramos και εξέθεσε τον Ivan Helguera, έκανε το Bernabeu να σιγήσει.
Το standing ovation στην Μαδρίτη
Οποιαδήποτε άλλη ομάδα, οποιοσδήποτε άλλος ποδοσφαιριστής τότε, θα σταματούσε, θα φρόντιζε να διαφυλάξει το σκορ και να κατακτήσει την υπερπολύτιμη νίκη σε ένα τόσο σημαντικό ντέρμπι. Όχι η Barca, όχι ο Ronaldinho. Είκοσι λεπτά αργότερα, νέα τρίπλα στο Ramos, αυτή τη φορά από την εσωτερική, μόνος απέναντι στον Iker, 0-3. Πανηγυρίζει χαρακτηριστικά, ξαφνικά σαστίζει. Συνειδητοποιεί ότι το Bernabeu έχει σηκωθεί όρθιο και χειροκροτά. Είναι η μοναδική φορά ιστορικά που (σχεδόν) όλοι οι οπαδοί της Real αναγνωρίζουν καθολικά το μεγαλείο του αιώνιου αντιπάλου και χαρίζουν ένα μοναδικό standing ovation στο μεγάλο σταρ της Βarcelona. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα παράσημα της καριέρας του, πολύ ανώτερο και από τη χρυσή μπάλα που κατέκτησε λίγους μήνες αργότερα, με τα λόγια του Μισέλ Πλατινί να τον κολακεύουν: «Κάνει το ποδόσφαιρο ακόμη πιο όμορφο, το αναγάγει σε καλλιτεχνική έκφραση. Και το κάνει χαμογελώντας».
Και αν στο πρωτάθλημα η πορεία είναι προδιαγεγραμμένη (το κατακτά με δώδεκα βαθμούς διαφορά από τη Ρεάλ) και φρενήρης, στο Champions League το σενάριο είναι βγαλμένο από ταινία εκδίκησης του Ταραντίνο. Kill Bill Vol. III, IV, V. Διαδικαστική πρόκριση από έναν όμιλο με Παναθηναϊκό του Μαλεζάνι και μοναδικό Λουκά Βύντρα που στο ματς του ΟΑΚΑ τον περιόρισε ακολουθώντας τον μέχρι και στην τουαλέτα. Φάση των 16, πρώτη πράξη: Chelsea. Το 1-2 στο Stamford Bridge φέρει την υπογραφή του, με ένα ακόμη από εκείνα τα εξωγήινα γκολ. Να περάσει ο επόμενος. Η διπλή αναμέτρηση με τη Benfica δεν είναι καν μάχη, είναι το χρονικό ενός προαναγγελθέντος αποκλεισμού. Ο ημιτελικός όμως είναι η Milan, είναι η μητέρα των μαχών. Εκατόν ογδόντα λεπτά, ένα γκολ. Εκείνο στο San Siro του Ludovic Giuly από την ασίστ του Dinho, που σε όλο το παιχνίδι υποφέρει από τα θεμιτά και αθέμιτα μέσα με τα οποία τον αντιμετώπισε ο Rino Gattuso.
Το 2006 τα σήκωσε όλα
Τον «άδειασε» μια και μοναδική φορά, εκείνη της ασίστ στο Giuly, που κατάλαβε μόνο ο Γάλλος σε ολόκληρο το San Siro, αφού η πάσα ήταν ο ορισμός του παραλογισμού. Το γκολ του Λουδοβίκου έφτασε στη Barca, πλέον για το Έβερεστ υπήρχε μόνον το εμπόδιο της Arsenal, του δαντελένιου ποδοσφαίρου του Αλσατού καθηγητή. Ο Ronaldinho επιστρέφει στο Παρίσι, εκεί που ξεκίνησαν όλα στην ευρωπαϊκή του εμπειρία. Δεν είναι καλός στον τελικό, έχει ήδη «αδειάσει» όπως οι πλειοψηφία των μεγάλων πρωταγωνιστών στο τέλος της σεζόν. Ο Sol Campbell έχει φέρει την Arsenal σε θέση οδηγού, η Barca ανασυντάχθηκε και χάρη στο παραμύθι του Henrik Larsson επέστρεψε και πήρε το Κύπελλο. Ο Σουηδός με δύο ασίστ στο Giuliano Belletti και τον Samuel Eto’o χάρισε εκείνο το τρόπαιο στους blaugrana. Ήταν 17 Μαΐου του 2006 και ο Ronaldinho Gaucho ύψωνε στον ουρανό των Ηλίσιων Πεδίων και το τελευταίο τρόπαιο της πιο εμφαντικής σεζόν της καριέρας του. Με εκείνο το Champions League, ήταν ταυτόχρονα Πρωταθλητής Ισπανίας, Πρωταθητής Ευρώπης, Πρωταθλητής Κόσμου, Πρωταθλητής Λατινικής Αμερικής και κάτοχος και των δύο (τότε) βραβείων του καλύτερου ποδοσφαιριστή του πλανήτη, εκείνου της Χρυσής Μπάλας και του FIFA World Player.
Η πτώση ξεκινά από το Μουντιάλ της Γερμανίας
Εκείνο το σημείο είναι το peak της καριέρας του, το απόλυτο, το πλησιέστερο στην τελειότητα και ένα επίτευγμα που ελάχιστοι άνθρωποι μπορούσαν να ισχυριστούν ότι έχουν κατακτήσει και ακόμη λιγότεροι ότι μπόρεσαν να το διαχειριστούν. Δεν το έχει ξανακάνει κανείς, ίσως το κάνει ο διάδοχος Messi αν κατορθώσει στην ίδια σεζόν να κατακτήσει τα πάντα. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, ξεκίνησε και η καθοδική πορεία αυτού του φαινομένου, αυτού του μοναδικού χαμογελαστού καλλιτέχνη που έκτοτε χαμογελούσε όλο και λιγότερο. Αρχής γενομένης από το Παγκόσμιο Κύπελλο της Γερμανίας το ίδιο καλοκαίρι, όλα έγιναν δυσβάστακτα, οι ευθύνες που τον φόρτωνε ο Assis, πολύ περισσότερες απ’ όσες μπορούσε να αντέξει, τα έχασε όλα εκτός από το Copa America που οι Βραζιλιάνοι κατέκτησαν από κεκτημένη ταχύτητα.
Στη Βαρκελώνη αντιλήφθηκαν ότι πλησιάζε το τέλος της εποχής του, ακριβώς όταν «χειροτόνησε» το Messi σε εκείνο το ματς με την Alabacete. Τον πιτσιρίκο από την Αργεντινή τον είχε υπό την προστασία του, τον πρόσεχε σαν πατέρας, του δίδασκε κόλπα, τον μύησε στον πρωταθλητισμό, ακριβώς όπως ο Messi «χειροτονεί» τώρα το Neymar. Από το Ronaldinho το διδάχθηκε ο Messi, από τη σχέση του με τον Talismano έχει αναλάβει το ιερό χρέος. Διότι τίποτα στη ζωή δεν είναι τυχαίο, τίποτα δεν κρατάει για πάντα και νομοτελειακά πάντοτε θα βρεθεί κάποιος καλύτερος, πληρέστερος, διαστημικότερος από σένα. Το ζήτημα είναι να ποντάρεις στον σωστό συνδυασμό, στο σωστό κράμμα, σε εκείνον που τα συνδυάζει όλα και είναι μπροστά από την εποχή του.
Ο Ronaldinho 15 Ιουλίου του 2008 ανακοινώθηκε από τη Milan, αντί 21 εκατομμυριών ευρώ (συν κάποια bonuses που έφταναν και τα 4 εκατομμύρια) παρουσιάστηκε σε ένα San Siro γιορτινό, με 40 χιλιάδες tifosi να τον αποθεώνουν. Δεν τους δικαίωσε ποτέ, δεν δικαίωσε ούτε τον εαυτό του για την επιλογή του. Τα dreadlocks ήταν εκεί και ανέμιζαν στον ώμο του σαν φίδια, το βλέμμα της Μέδουσας όμως ήταν κραυγαλέα απόν, το χαμόγελο δεν φώτισε ποτέ τον ήλιο της Λομβαρδίας. Δεν μπορούσε πια να κάνει το γιγαντιαίο σλάλομ, δεν άφηνε στήλη άλατος τους αντιπάλους αμυντικούς, πετούσε, αλλά πετούσε χαμηλά σαν hornet. Περιστασιακά χάρισε στο ιταλικό κοινό και λίγη από τη μαγεία του, αλλά στη συντριπτική πλειοψηφία των εμφανίσεών του προσπαθούσε να ικανοποιήσει την εικόνα που είχαν οι άλλοι για εκείνον, το “performance” που περίμενε το σινεμά, σε σκηνοθεσία κυρίως του Assis και των χορηγών. Δεν ήταν πλέον ποδοσφαιριστής, ήταν performer.
Έστω και τότε, είχα την τύχη να τον παρακολουθήσω από κοντά, ήταν μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές που ένιωσα σε γήπεδο, σε ένα παιχνίδι στο Marassi της Γένοβας. Η Milan είχε χάσει 2-0, αλλά το βλέμμα μου ήταν κολλημένο επάνω του, ένιωθα σαν να παρακολουθώ το Bob Dylan σε σημερινή συναυλία, σε κάθε τρίπλα του Ronaldinho ήταν σαν να άκουγα τον 74χρονο Dylan να τραγουδάει το “Visions of Johanna”. Συγκινητικός, αξιοθαύμαστος και μεγαλοπρεπής. Δεν περίμενα στο χώρο έξω από τα αποδυτήρια για να τον δω και από κοντά με πολιτικά. Η εικόνα εκτός γηπέδου δεν με ενδιέφερε ποτέ, δεν άντεχα τα γυαλιά ηλίου-μύγα, τις χοντρές χρυσές καδένες α-λα ΝΒΑ, τα ανοιχτά λαχουρέ πουκάμισα, τα διαμαντένια ρολόγια, το υποχρεωτικό πια χαμόγελο. Ήξερα ότι θα δω στα μάτια του τη φλόγα σβησμένη και δεν ήθελα η (μοναδική) live εικόνα μου να είναι θλιβερή.
Ταίριαζε η συμβουλή του Ernest Hemingway, που νουθετούσε τους μαθητές του να σκίζουν από το βιβλίο μόνο τις σελίδες που τους έκαναν να ανατριχιάζουν, τις καλύτερες αναμνήσεις, τις πιο δυνατές, τις μοναδικές, τις μη επιτηδευμένες. Αυτό προσπαθούσε να κάνει ο Talismano μετά τα 27 του, να προσφέρει στο κοινό «την ενέργεια», το «απίστευτο» για το οποίο είχε πληρώσει εισιτήριο για να τον δει. Εκεί έχασε το δρόμο, εκεί χάλασε το μύθο του, παρέα με την κραιπάλη, το ξενύχτι και τις γυναίκες που τόσο αγαπούσε. Ήταν ακόμα ένας φανταστικός παίκτης όσο άντεχαν τα πόδια του και το σώμα του, είχε τρομερές στιγμές και στην Ιταλία, σκόραρε, πάσαρε, τρίπλαρε, στη μέρα του κατέστρεφε όποιον αμφισβητούσε την απόλυτη κυριαρχία του. Έλειπε όμως εκείνο το χαμόγελο, εκείνη η παιδική αφέλεια και το αίσθημα της ιερουργίας.
Έφυγε από τη Milan σαν παράταιρος σε εκείνη την τουρνέ στο Ντουμπάι λίγο μετά την Πρωτοχρονιά του 2011. Επέστρεψε στη Βραζιλία να ξαναβρεί τον εαυτό του, επέλεξε τη Flamengo, που μετά από πιέσεις του Assis, δαπάνησε τρία εκατομμύρια ευρώ για να τον ντύσει με τα χρώματά της. Έμεινε ενάμιση χρόνο, σκόραρε, πάσαρε, αλλά δεν χαμογελούσε. Γελούσε μόνο στις εξόδους του, παρασυρόταν ακόμα, παρότι είχε τριανταρίσει. Δεν εξάντλησε το συμβόλαιό του ούτε στους rubro-negra, πήγε στην Atlético Mineiro, ακόμα πιο «σκοτεινός» από πριν, αφού στο μεταξύ είχε χάσει και τη μητέρα του από την επάρατο. Κέρδισε κι εκεί τίτλους, το Campionato Mineiro, το Libertadores, το Sudamericana. Όλα έλειπαν από τη συλλογή του. Ούτε εκεί στέριωσε και έλυσε κοινή συναινέσει το συμβόλαιο τον Ιούλιο του 2014.
Οι φήμες για τον ερχομό του στην Ελλάδα
Ακούστηκε μέχρι και για τον ΠΑΟΚ σε μια αποστροφή του λόγου του Σαββίδη, έπεσε στο τραπέζι για τον Ολυμπιακό, νωρίτερα για τον πολυμετοχικό Παναθηναϊκό. Δεν περιποιεί τιμή η σύνδεσή του με το ελληνικό πρωτάθλημα και το ελληνικό ποδόσφαιρο, είναι δείγμα της ελεύθερης πτώσης του. Το ίδιο και οι επισκέψεις του στην Ελλάδα, η διασκέδασή του στα μπουζούκια, οι φωτογραφίες από την Copacabana με τα περιττά κιλά και όλο το entourage γύρω του να του ρουφάει το αίμα. Βρήκε στέγη Σεπτέμβρη μήνα στην μεξικάνικη Querétaro, είναι η χειρότερη περίοδος στην καριέρα του, χάνει προπονήσεις με παιδικές δικαιολογίες, είναι κάκιστος στο χόρτο, κάνει μόνο 18 ματς με τρία γκολ όλα κι όλα. Τύπος και φίλαθλο κοινό τον ευτελίζουν, γράφονται απίστευτοι λίβελλοι εναντίον του, το πιο ήπιο σχόλιο είναι «ξοφλημένος».
Το καλοκαίρι με 35 χρόνια να βαραίνουν το κορμί του και τη Gremio να αρνείται την προσέγγιση για να κλείσει την καριέρα του στην ομάδα που αγάπησε, υπογράφει στη Fluminense. Έχει όρεξη να αποδείξει πράγματα, κάποιες στιγμές θυμίζει στον κόσμο ποιος ήταν, γιατί θεωρείται εκ των κορυφαίων καλλιτεχνών όλων των εποχών, γιατί οι Βραζιλιάνοι τον είχαν φυλαχτό και τα παιδάκια φιλούσαν την εικόνα του πριν πέσουν για ύπνο. Η αλήθεια όμως είναι ότι πέρα από τα πρώτα παιχνίδια, καταρρέει. Είναι σκιά του εαυτού του, η κακή ζωή έχει αφήσει όλα τα κουσούρια επάνω του, η φυσική του κατάσταση είναι άθλια, οι αντοχές του μηδαμινές. Στις 25 του περασμένου Σεπτεμβρίου ζήτησε να δει το Διευθυντή της ομάδας, Mario Bittencourt, του εξέφρασε την επιθυμία να λύσουν το συμβόλαιό του χωρίς να πληρωθεί τους τελευταίους μήνες.
Προς τιμήν του αντιλήφθηκε ότι αντί να κάνει τους συμπαίκτες του καλύτερους, είχε μετατραπεί σε βάρος, σε ένα πρόβλημα που κανείς δεν είχε την παρρησία να τονίσει στο εσωτερικό της ομάδας. Δεν ανακοίνωσε ποτέ την απόσυρση από την ενεργό δράση, δεν τον αφήνει ο Assis που θέλει να ξεζουμίσει και τις τελευταίες σταγόνες από τη ζωή που δεν έζησε ποτέ. Τρέχουν ακόμα κάποιες συμβάσεις με χορηγούς, η «επιχείρηση» Ronaldinho εξακολουθεί να ταΐζει πολύ κόσμο, δεκάδες στόματα. Το όνομά του, η κληρονομιά του εξακολουθεί να πουλάει, ακόμα και σε ηλικίες που δεν τον είδαν ποτέ να παίζει όπως μόνο εκείνος μπορούσε. Είναι ακόμα ο έκτος πιο δημοφιλής sportsman στο facebook με 31 εκατομμύρια ακόλουθους κι ας έχει ξεθωριάσει ο μύθος του κι ας έχει αγγίξει τα όρια του γραφικού στις δημόσιες εμφανίσεις του. Σήμερα γίνεται 36 χρονών, τουλάχιστον τα 6 από αυτά τα χρόνια μας χάρισε τις πιο μοναδικές στιγμές που ζήσαμε στα γήπεδα, στιγμές που έμειναν στην αιωνιότητα και τις διηγούμαστε στους νεότερους που δεν είχαν την ευτυχία να ζήσουν από κοντά τη μαγεία του. Οι τυχεροί τον κρατάμε σφιχτά σαν talismano, σαν το φυλαχτό που προστατεύει το ποδόσφαιρο.
https://www.youtube.com/watch?v=a0ksVaLlaIw