Το σημερινό μου κομμάτι, δεν είναι ποδοσφαιρικό, ούτε έχει σχέση με αθλητισμό. Το λέω από τώρα, όποιος περιμένει να διαβάσει κάτι από αθλήματα, μπορεί να κάνει κλικ αλλού και να διαβάσει κάτι άλλο. Σήμερα, να με συγχωρέσετε, αλλά θα κάνω κατάχρηση του χώρου που μου παραχωρεί το omonoianews.com, για να γράψω για κάτι άσχετο, κάτι που πιθανότατα οι περισσότεροι από εμάς έχουνε ζήσει…
Θεωρούσα πάντα τον εαυτό μου εξαιρετικά τυχερό, για τη γειτονιά στην οποία μεγάλωσα. Σε μια περιοχή της Λευκωσίας, που έμοιαζε περισσότερο με χωριό, είχα την τεράστια τύχη να έχω γείτονες μου 20-30 παιδιά, της ηλικίας μου. Η διαφορά των μεγαλύτερων με τους μικρότερους, ήταν 5-6 χρόνια, με αποτέλεσμα η γειτονιά να είναι ένας μεγάλος παιχνιδότοπος και τα πάντα περιστρέφονταν γύρω από ένα πάρκο. Στο πάρκο παίζαμε “χωστό” μικροί, στο πάρκο μαζευόμασταν μετά το σχολείο και τις νύκτες να τα πούμε, στο πάρκο παίζαμε τα αξέχαστα “ΟΜΟΝΟΙΑ-Αποέλ” (τους είχαμε!), στο πάρκο παίρναμε τις γκόμενες όταν καταφέρναμε να βγάλουμε και καμιά, στο πάρκο κάναμε το πρώτο τσιγάρο μας, στο πάρκο κάναμε (αρκετές φορές) και τις λαμπρατζιές μας το Πάσχα. Εννοείται πως οι μεγαλύτεροι, “είχαν σφικτά” τους μικρότερους, τους δούλευαν ενίοτε χοντρά, κάποιες φορές μπορεί και να τους έριχναν και κανένα μπινελίκι, στο τέλος της ημέρας όμως έγνοια των μεγάλων, ήταν οι μικροί να βρίσκονταν στο σωστό δρόμο. Ήμουν κάπου στη μέση ηλικιακά, άρα υπήρξα και μεγάλος και μικρός.
Σιγά σιγά, καθώς τα χρόνια περνούσαν, οι περισσότεροι φύγαμε για σπουδές. Κάποιοι μάλιστα μετά τις σπουδές έκαναν και παιδιά, αρκετοί μετακομίσαμε, όπως ήταν φυσιολογικό κάποιοι ξέκοψαν. Κάθε Πάσχα όμως, μαζευόμασταν ξανά είτε στο πάρκο, είτε κάπου παραπλήσια, γιατί οι… “καινούριοι μικρότεροι” συνέχιζαν την παράδοση της Λαμπρατζιάς. Όταν λοιπόν κτύπησε το τηλέφωνο μου τη Παρασκευή και είδα πως ήταν το νούμερο του “Μπλόντι”, παιδικού φίλου από τη γειτονιά, ανέμενα πως έπαιρνε για να μου πει τις λεπτομέρειες για το που και πότε θα έστηναν οι “μιτσιοί” τη Λαμπρατζιά, τι θα κάνουμε μετά, αν θα βρεθούμε στο πάρκο κλπ. Δυστυχώς όμως άκουσα άλλα: “Ρε φίλε, εν άσιημα τα νέα. Εττούμπαρεν ο Πανίκκος ο γείτονας εψές με τη μοτόρα. Επέθανε ρε φίλε”.
Ο Πανίκκος ήταν από τους αμέσως μικρότερους από μένα. Από αυτούς που εμείς οι “μεγαλύτεροι”, δουλεύαμε ενίοτε χοντρά, άλλοτε τους ρίχναμε και κανένα μπινελίκι, αλλά θέλαμε να είναι πάντα στο σωστό δρόμο. Ήταν επίσης στην ομάδα μου στα αξέχαστα “ΟΜΟΝΟΙΑ-Αποέλ”, αλλά αυτό πολύ μικρή σημασία έχει. Τα τελευταία χρόνια δεν τον έβλεπα τόσο πολύ, όταν τον έβρισκα όμως λέγαμε τα νέα μας και σκεφτόμουν ότι σοβάρεψε. Πέρασε από διάφορες φάσεις, άλλοτε αντιδραστικός, άλλοτε υπάκουος, τον τελευταίο καιρό όμως, πιο ώριμος από ποτέ. Δεν είχε φύγει για σπουδές, από μικρός βοηθούσε τον πατέρα του στη δουλειά κάτι που τον βοήθησε να σοβαρέψει, να ωριμάσει.. Σχολιάζαμε πρόσφατα με γείτονες πόσο χαιρόμασταν που ωρίμασε, ότι έγινε “αθρωπούι”, ότι έβαζε στόχους στη ζωή του. Την μεγάλη του αγάπη όμως δεν την εγκατέλειψε, ήταν οι μοτοσυκλέτες μεγάλου κυβισμού.
Η γειτονιά το Μεγάλο Σάββατο, δεν πήγε εκκλησία για να να “ππέσουν τα μαύρα”, ούτε για την ανάσταση του Κυρίου. Φέτος, δεν είχε λαμπρατζιά στο πάρκο. Φέτος όλοι ήταν μαζεμένοι έξω από το σπίτι του Πανίκκου…Φέτος είχαμε κηδεία… Στο καλό φίλε, ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει. Ελπίζω εκεί που είσαι να έχει “παρκούθκια”, αλλά όχι μοτοσυκλέτες μεγάλου κυβισμού…
ΟΧΙ ΑΛΛΟ ΑΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΤΟ.