Home ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ Αθλητικό εφετείο της ΚΟΠ, Έργα και ημέραι

Αθλητικό εφετείο της ΚΟΠ, Έργα και ημέραι

xristofi


Η πρόσφατη απόφαση του αθλητικού εφετείου της ΚΟΠ στην έφεση 2/2013 ΑΕΛ ν. ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ, αποτελεί αφορμή για να εκφράσω κάποιες προσωπικές απόψεις που αφορούν τη μέχρι σήμερα πορεία του αθλητικού εφετείου της ΚΟΠ.

Ίσως είναι νωρίς να αξιολογηθεί ολοκληρωμένα το έργο του αθλητικού εφετείου λόγω του σύντομου χρόνου λειτουργίας του. Από την άλλη έχει δώσει δείγματα γραφής τα οποία οφείλουμε να σχολιάσουμε αφού κανένας δεν πρέπει να είναι υπεράνω κριτικής. Υπενθυμίζω δε, ότι ο διορισμός των μελών του έγινε κατόπιν επιμονής της ΟΜΟΝΟΙΑΣ μετά τα γνωστά γεγονότα με τη διακοπή του αγώνα πρωτάθλημα ΟΜΟΝΟΙΑ ν. ΑΕΛ στις 17/09/2011  και την απόφαση της δικαστικής επιτροπής της ΚΟΠ.

Ποιο ήταν το ζητούμενο (ή θα έπρεπε να ήταν) με τη σύσταση του αθλητικού εφετείου; Η διαχρονική θέση μας ήταν ότι έπρεπε να συσταθεί ένα ανεξάρτητο δευτεροβάθμιο σώμα αποτελούμενο από δικηγόρους, νομομαθείς, εγνωσμένου κύρους που δεν θα ήταν επιρρεπείς στις γνωστές πιέσεις των σωματείων ούτως ώστε αυτό το όργανο να λειτουργεί ανεξάρτητα, αμερόληπτα και χωρίς προκατάληψη. Το στοίχημα ήταν (και είναι) να κερδίσει το αθλητικό εφετείο την εμπιστοσύνη των σωματείων αλλά και ιδιαίτερα του φίλαθλου κόσμου ούτως ώστε να καθιερωθεί στη συνείδηση του κόσμου σαν ένα αξιόπιστο, αμερόληπτο και σοβαρό δικαστικό όργανο.

Αναπόσπαστο μέρος της πιο πάνω λογικής ήταν, κατά την άποψη μου, και η θέση ότι το αθλητικό εφετείο θα έπρεπε να βοηθήσει ούτως ώστε να δημιουργηθεί ασφάλεια δικαίου στο χώρο του αθλητικού δικαίου,  δηλαδή να αναγνωριστούν και συνεπώς να τυγχάνουν εφαρμογής πάγιες και καθιερωμένες αρχές δικαίου που ισχύουν σε όλα τα δικαστικά όργανα ή δικαστικές επιτροπές της ΚΟΠ. Ένα πρόβλημα που είχαμε ως ΟΜΟΝΟΙΑ με τις αποφάσεις της δικαστικής επιτροπής ήταν ότι δεν είχαν τον απαραίτητο νομικό προσανατολισμό και αγνοούσαν θεμελιώδεις νομικές αρχές δικαίου.

Στο αθλητικό εφετείο, ενώ παρατηρήθηκαν κάποια βήματα προόδου, στο τέλος της ημέρας κάνοντας τον απολογισμό μετά από ένα και πλέον χρόνο λειτουργίας του, καταλήγουμε στο αναπόδραστο  συμπέρασμα ότι έχει αποτύχει ως θεσμός αφού δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες και στις ανάγκες των καιρών. Εστιάζω αυτή τη κατάληξη σε δύο σημεία: πρώτον, υπάρχει ανεξήγητη ανομοιομορφία στις αποφάσεις του, και δεύτερον, το αθλητικό εφετείο συνεχίζει τη παράδοση της ΚΟΠ που τη θέλει να λειτουργεί, σε κάποιες πτυχές της, εκτός του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ένα κεντρικό ζήτημα που θέταμε διαχρονικά ως ΟΜΟΝΟΙΑ ενώπιον των δικαστικών οργάνων της ΚΟΠ, είναι ότι πρέπει να αναγνωριστεί  η υπεροχή και η εφαρμογή του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά και των θεμελιωδών δικαιωμάτων που προκύπτουν από αυτό, που ρυθμίζουν ουσιαστικά αλλά και διαδικαστικά ζητήματα, έναντι των κανονισμών της ΚΟΠ. Για παράδειγμα ήταν (και είναι θέση μας) ότι στις πειθαρχικές διαδικασίες της ΚΟΠ ισχύει κατ’ αναλογία το Άρθρο 12(5)  του Συντάγματος που διασφαλίζει βασικά ανθρώπινα δικαιώματα για κατηγορούμενους (πειθαρχικά ή ποινικά) όπως το δικαίωμα ακρόασης, το δικαίωμα παρουσίασης μαρτυρίας, το δικαίωμα αντεξέτασης μαρτύρων και άλλα θεμελιώδη (fundamental) δικαιώματα. Από την άλλη, είχαμε και έχουμε να αντιμετωπίσουμε την πάγια θέση της ΚΟΠ ότι στις επιτροπές της δεν εφαρμόζεται το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας (και κατ’ επέκταση τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα), και ότι περίπου λειτουργεί σαν ένα κλειστό club με δικούς του κανόνες πέραν και έξω από τα όρια που επιτρέπει ο Νόμος και το Σύνταγμα. Αυτή η θέση, όσο εξωφρενική  και αν ακούγεται σε οποιοδήποτε νομομαθή, εκφράστηκε κατ’ επανάληψη επίσημα και γραπτώς μέσω των εισαγγελέων της ΚΟΠ ενώπιον του αθλητικού εφετείου και αλλού.

Ένας από τους λόγους που επιμένουμε στην εφαρμογή κάποιων ελάχιστων Συνταγματικών δικαιωμάτων είναι για να ελαχιστοποιηθεί η αυθαιρεσία που ήταν γνώρισμα δικαστικών επιτροπών της ΚΟΠ και για να γνωρίζουν όλοι το πλαίσιο το οποίο πρέπει να κινούνται οι διαδικασίες αλλά και οι αρχές που πρέπει να διέπουν τις αποφάσεις των αθλητικών οργάνων της ΚΟΠ. Πρέπει δηλαδή να ισχύουν- κατ΄ελάχιστο –  κάποιες προϋποθέσεις οι οποίες να εφαρμόζονται σε όλους.

Στη γνωστή υπόθεση Λάρκου (έφεση 3/2011 Νεόφυτος Λάρκου v. KOΠ) δόθηκε μάχη για αυτά τα θέματα και ειδικά για να γίνει δεχτή η αρχή της εφαρμογής του Συντάγματος και των γενικών αρχών δικαίου στα δικαστικά όργανα της ΚΟΠ. Στην ομόφωνη απόφαση του αθλητικού εφετείου υπάρχει μία πρόσθετη απόφαση του μέλους του αθλητικού εφετείου δικηγόρου κ. Κωστή Ευσταθίου που ακριβώς υιοθετεί αυτές τις θέσεις καταγράφοντας τα αυτονόητα, ότι δηλαδή η προστασία των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των βασικών προνοιών του Συντάγματος είναι άμεσα εφαρμόσιμα στις διαδικασίες της ΚΟΠ. Αναφέρει ο κ. Ευσταθίου στην απόφαση του: «…Στην Πειθαρχική Δίκη επομένως, θα πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα αυτό το οποίο η νομολογία επιτάσσει, το να απολαμβάνει δηλαδή ο κατηγορούμενος των δικαιωμάτων, τα οποία εγγυάται το Άρθρο 12.5 Σ., σε κατηγορούμενο σε ποινική δίκη… Η αρχή αυτή είναι πολύ καλώς εμπεδωμένη στην Κύπρο. Η απόφαση- σταθμός στην υπόθεση Πολύκαρπος Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου , (2000) 1Γ Α.Α.Δ. 1839, διέλυσε τις τελευταίες αμφιβολίες περί του κατά πόσον έχουν εφαρμογή και στην πειθαρχική δίκη τόσον τα συνταγματικώς όσο και τα αντίστοιχα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο κατοχυρωμένα δικαιώματα του κατηγορουμένου σε ποινική υπόθεση προσώπου.». Ακολούθως αναφέρει ότι επειδή ακριβώς η ΚΟΠ ασκεί εξουσία στα μέλη της ή στα άτομα που είναι υποκείμενα στον έλεγχο της, η εφαρμογή βασικών Συνταγματικών δικαιωμάτων είναι εκ των ων ουκ άνευ.

Στην υπόθεση της Σαλαμίνας (έφεση 10/2012 Νέα Σαλαμίνα v. AΕΛ) υπήρξε ένα μεγάλο βήμα προς τα μπρος διότι αυτή τη φορά το αθλητικό εφετείο ομόφωνα υιοθέτησε ουσιαστικά την ξεχωριστή απόφαση Ευσταθίου στην υπόθεση Λάρκου, αποφασίζοντας και μη αφήνοντας οποιαδήποτε αμφιβολία ότι στις δικαστικές διαδικασίες της ΚΟΠ ισχύει το Σύνταγμα και οι γενικές αρχές δημοσίου δικαίου. Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση είναι ενδεικτικό.

«Είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι κατεξοχήν αναγνωρισμένες νομικές αρχές περιλαμβάνουν το Σύνταγμα και τις γενικές αρχές δικαίου όπως αυτές ασκούνται και στο πεδίο του Δημοσίου Δικαίου, οι οποίες εφαρμόζονται και σε όλα τα νομικά πρόσωπα τα οποία ασκούν δημόσια εξουσία. Η προσέγγιση αυτή δεν είναι αντίθετη προς τη φύση και τη μορφή των εξουσιών και καθηκόντων της ΚΟΠ και τα χαρακτηριστικά τους.»

Και ενώ πιστέψαμε ότι η εποχή της ασάφειας και της ακατανόητης, προκλητικής και νομικά κολάσιμης παραγνώρισης του Συντάγματος είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί, στην υπόθεση Οκκά (έφεση 11/2012 Ομόνοια v. Ιωάννης Οκκάς) ήρθαν τα πάνω κάτω. Σε αυτή την υπόθεση η πλειοψηφία του αθλητικού εφετείου (Κυριακίδης, Παπαντωνίου, Καραπατάκης), αναίρεσε ουσιαστικά την ομόφωνη απόφαση στην υπόθεση Σαλαμίνας παραμερίζοντας την αναφορά στην υπεροχή/εφαρμογή του Συντάγματος και τις καθιερωμένες αρχές του δικαίου αναφέροντας μόνο τα ακόλουθα:

 «Θέλουμε να τονίσουμε ότι, το Εφετείο όπως εξάλλου και τα υπόλοιπα δικαστικά σώματα, εκδικάζουν υποθέσεις με βάση το καταστατικό της ΚΟΠ και τους κανονισμούς ως επίσης και τους διεθνείς κανονισμούς ποδοσφαίρου.  Είναι τα σωματεία που καθορίζουν τους κανόνες  και είναι τα σωματεία που πρέπει να τους εφαρμόζουν.»

Γίνεται δηλαδή αναφορά «στο καταστατικό της ΚΟΠ και στους κανονισμούς» που ισχύουν στην Ομοσπονδία και στη FIFA (οι οποίοι σε πολλά σημεία παραβιάζουν το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας) χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο Σύνταγμα του κράτους μας! Ως εάν και η ΚΟΠ λειτουργεί σε κάποια άλλη χώρα που δεν έχει Σύνταγμα!

Επακόλουθο αυτής της κατάληξης ήταν και η απόρριψη των προδικαστικών σημείων που τέθηκαν στην έφεση με την υπόθεση Οκκά.

Η απόφαση στην έφεση 02/2013 ΑΕΛ v. ΑΠΟΛΛΩΝΑ Λεμεσού τη περασμένη Τετάρτη, προκάλεσε άλλη δυσάρεστη έκπληξη ειδικά η αναφορά περί κακοδικίας. Σε αυτή την απόφαση του, το αθλητικό εφετείο έκρινε πρώτον ότι υπήρχε κακοδικία διότι δεν συμμετείχε ο πειθαρχικός εισαγγελέας στη διαδικασία της ένστασης και ότι αυτό δεν καταγραφόταν στα πρακτικά, (παρά το ότι ο πειθαρχικός εισαγγελέας δήλωσε στο εφετείο ότι ήταν παρόν κατά τη πρωτόδικη διαδικασία) και δεύτερο ότι το ίδιο το αθλητικό εφετείο μπορούσε να επέμβει αυτόβουλα επικαλούμενο μάλιστα μία υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1977 (Γιάγκου v. Αστυνομίας, 1977 2 (AAΔ) 382), και διέταξε επανεκδίκαση της υπόθεσης.

Είναι πρόδηλο ότι προκύπτει τεράστιο ζήτημα σε ότι αφορά την ομοιομορφία των αποφάσεων. Στην υπόθεση Οκκά τέθηκαν παρόμοια ζητήματα που έπρεπε λογικά να οδηγήσουν το αθλητικό εφετείο σε συμπέρασμα κακοδικίας διότι παραβίαζαν με προφανή τρόπο κανονισμούς της ΚΟΠ. Τέθηκε για παράδειγμα, και προβλήθηκε εκτενής επιχειρηματολογία, ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ο πρόεδρος της επιτροπής επίλυσης διαφορών ήταν ταυτόχρονα πειθαρχικός εισαγγελέας (και εξακολουθεί να είναι) της ΚΟΠ κάτι που ρητά απαγορεύεται από το πειθαρχικό κανονισμό και άρα δεν μπορούσε να συμμετέχει στην διαδικασία εκδίκασης. Αυτό το κεφαλαιώδες ζήτημα, το οποίο συνιστά έκδηλη παραβίαση του πειθαρχικού κανονισμού, δεν εξετάστηκε καν από το αθλητικό εφετείο στην υπόθεση Οκκά ούτε καν υπάρχει αναφορά την απόφαση. Εικάζω ότι η δικαιολογία είναι ότι δεν υπήρχε λόγος έφεσης για αυτό το θέμα.

Από την άλλη, στην υπόθεση της ΑΕΛ v. ΑΠΟΛΛΩΝΑ χωρίς καν να τεθεί από οποιοδήποτε διάδικο οποιοδήποτε ζήτημα το αθλητικό εφετείο ενεργώντας αυτόβουλα κατέληξε σε εύρημα κακοδικίας!

Και διερωτάται κάποιος: ενώ για μια υπόθεση που το διακύβευμα είναι 3 βαθμοί πρωταθλήματος διατάχθηκε επανεκδίκαση γιατί ήταν τόσο σημαντικό να συμμετέχει ως διάδικος ο πειθαρχικός εισαγγελέας στη διαδικασία,  σε μία άλλη υπόθεση που το διακύβευμα ήταν το δικαίωμα δίκαιας δίκης  ενός σωματείου το οποίο καταδικάστηκε με €916,000 ο ισχυρισμός περί κακοδικίας δεν εξετάστηκε καν!

Άρα, δύο μέτρα και δύο σταθμά;

Έχω πει σε άλλη περίπτωση, ότι το Σύνταγμα , τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν είναι ράφι του supermarket για να ψωνίζει ο καθένας ότι θέλει και όποτε θέλει. Πρέπει να έχουν καθολική εφαρμογή ούτως ώστε να υπάρχει ασφάλεια δικαίου και να γνωρίζει ο κάθε διάδικος που στέκει. Για παράδειγμα, δεν είναι δυνατόν από τη μια να επιλέγεται μία ποινική έφεση του 1977 για να δικαιολογηθεί δικαίωμα αυτόβουλης επέμβασης και να αγνοείται από την άλλη, απόφαση της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Παυλίδης (Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών v. Δρ. Νίκου Παυλίδη, (2010) 3 Α.Α.Δ 251) που αφορά τη νόμιμη σύνθεση/συγκρότηση δικαστικών επιτροπών η κατάληξη της οποίας έπρεπε να σφραγίσει και την τύχη της υπόθεσης Οκκά.

Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι το έργο του αθλητικού εφετείου δεν είναι εύκολο διότι πρέπει να λειτουργήσει μέσα στο κλίμα προκατάληψης και αμφισβήτησης που επικρατεί στην Κύπρο. Είναι δε γνωστό ότι στο ποδόσφαιρο μπορεί να δημιουργηθεί ζήτημα εκ του μηδενός. Οι σχέσεις και εξαρτήσεις αλλήλων είναι γνωστές, ο ένας γνωρίζει τον άλλο και εύκολα δημιουργούνται παρεξηγήσεις και κουτσομπολιό. Επομένως είναι στο χέρι του καθενός να λειτουργεί με τρόπο που να μην προκαλεί αφορμές. Δυστυχώς το αθλητικό εφετείο ενώ είχε την ευκαιρία να κερδίσει την εμπιστοσύνη του κόσμου, με τα μέχρι σήμερα έργα και ημέρες του, δείχνει ότι πρέπει να διανύσει  αρκετό δρόμο ακόμα.

Εύχεται ο κάθε καλόπιστος να μην ακολουθήσει την τύχη της κυπριακής διαιτησίας όπου παρατηρείται το φαινόμενο να υπάρχει ανομοιόμορφή ερμηνεία των ίδιων κανόνων αναλόγως του παιχνιδιού και των συμμετεχόντων. Το τι πιστεύει ο κόσμος για την διαιτησία είναι γνωστό. Φτάνουμε δε στο σημείο να εισάγουμε διαιτητές από το εξωτερικό σε κρίσιμα ντέρμπυ διότι δεν εμπιστευόμαστε τους Κύπριους.  Ελπίζω στο τέλος της ημέρας να μην χρειαστεί να κάνουμε το ίδιο και με τους δικαστές της ΚΟΠ!

Χριστόφορος Χριστοφή, Δικηγόρος

Ο Χριστόφορος Χριστοφή είναι Γενικός Γραμματέας και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Αθλητικού Σωματείου Ομόνοιας Λευκωσίας. Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι προσωπικές.